αἰόλλω: Difference between revisions
Πενίας βαρύτερον οὐδέν ἐστι φορτίον → Onus est inopia longe gravius ceteris → Als Armut gibt es keine Last, die schwerer wiegt
(2) |
(1) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''αἰόλλω:''' ([[αἰόλος]]), μόνο σε ενεστ., [[κινώ]] [[κάτι]] με [[ταχύτητα]] [[μπρος]] [[πίσω]], [[στρέφω]] [[κάτι]] [[παντοιοτρόπως]], σε Ομήρ. Οδ. — Παθ., [[αλλάζω]] [[χρώμα]], λέγεται για σταφύλια, <i>ὄμφακες αἰόλλονται</i>, σε Ησίοδ. | |lsmtext='''αἰόλλω:''' ([[αἰόλος]]), μόνο σε ενεστ., [[κινώ]] [[κάτι]] με [[ταχύτητα]] [[μπρος]] [[πίσω]], [[στρέφω]] [[κάτι]] [[παντοιοτρόπως]], σε Ομήρ. Οδ. — Παθ., [[αλλάζω]] [[χρώμα]], λέγεται για σταφύλια, <i>ὄμφακες αἰόλλονται</i>, σε Ησίοδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''αἰόλλω:''' <b class="num">1)</b> поворачивать (на огне), обжаривать (γαστέρα [[ἔνθα]] καὶ [[ἔνθα]] Hom.);<br /><b class="num">2)</b> med.-pass. становиться пестрым, окрашиваться (ὄμφακες αἰόλλονται Hes.). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:52, 31 December 2018
English (LSJ)
only pres.,
A to shift rapidly to and fro, ὡς δ' ὅτε γαστέρ' ἀνὴρ . . αἰόλλῃ Od.20.27. II variegate, Nic.Th.155:—Pass., shift colour, ὄμφακες αἰόλλονται Hes.Sc.399.
Greek (Liddell-Scott)
αἰόλλω: ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστῶτα, στρέφω παντοιοτρόπως, ποικίλως, τῇδε κἀκεῖσαι, ὡς δ’ ὅτε γαστέρ’ ἀνὴρ... αἰόλλῃ, Ὀδ. Υ. 27· (περὶ τοῦ παρὰ Πινδ. Π. 4. 414 ἴδε ἐν λέξ. ἐόλει). ΙΙ. ποικίλλω, Νικ. Θ. 155: - Παθ. μεταβάλλω χρῶμα, ὄμφακες αἰόλλονται = αἱ ἄωροι σταφυλαὶ ἄρχονται περκάζουσαι, ν’ ἀλλάσσωσι χρῶμα καὶ νὰ ὡριμάζωσιν, Ἡσ. Ἀσπ. 399· πρβλ. Βουττμ. Λεξίλ. ἐν λ. αἰόλος, 10.
French (Bailly abrégé)
seul. prés.
agiter vivement en tous sens, faire tourner.
Étymologie: αἰόλος.
English (Autenrieth)
(αἰόλος): turn quickly; ἔνθα καὶ ἔνθα, Od. 20.27†.
Spanish (DGE)
I 1mover, dar vueltas a un asado sobre el fuego Od.20.27, cf. Eust.1881.54, por confusión c. ἐόλει (s.u. εἴλω), Pi.P.4.233 (cód.), Sch.Pi.P.4.414b.
2 decorar con variados colores Nic.Th.155.
II en v. med. enverar, ennegrecer al madurar ὄμφακες Hes.Sc.399.
Greek Monotonic
αἰόλλω: (αἰόλος), μόνο σε ενεστ., κινώ κάτι με ταχύτητα μπρος πίσω, στρέφω κάτι παντοιοτρόπως, σε Ομήρ. Οδ. — Παθ., αλλάζω χρώμα, λέγεται για σταφύλια, ὄμφακες αἰόλλονται, σε Ησίοδ.
Russian (Dvoretsky)
αἰόλλω: 1) поворачивать (на огне), обжаривать (γαστέρα ἔνθα καὶ ἔνθα Hom.);
2) med.-pass. становиться пестрым, окрашиваться (ὄμφακες αἰόλλονται Hes.).