ἐρυκανάω: Difference between revisions
Oἱ δὲ Ἀθηναῖοι ἦσαν ἐν μεγάλῳ κινδύνῳ... (adaptation of Herodotus 6.105) → The Athenians were in great danger...
(4) |
(2) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐρῡκᾰνάω:''' [[περιορίζω]], [[εμποδίζω]], [[συγκρατώ]], Επικ. μτχ. θηλ. <i>ἐρυκανόωσ'</i>, σε Ομήρ. Οδ.· παρατ. <i>ἐρύκανε</i> (από το [[ἐρυκάνω]]), στο ίδ. | |lsmtext='''ἐρῡκᾰνάω:''' [[περιορίζω]], [[εμποδίζω]], [[συγκρατώ]], Επικ. μτχ. θηλ. <i>ἐρυκανόωσ'</i>, σε Ομήρ. Οδ.· παρατ. <i>ἐρύκανε</i> (από το [[ἐρυκάνω]]), στο ίδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐρῡκᾰνάω:''' (только 3 л. pl. praes. ἐρυκανόωσι) Hom. = [[ἐρύκω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:52, 31 December 2018
English (LSJ)
poet. for ἐρύκω,
A restrain, withhold, κεῖνον ἐρυκανόωσ' ἀέκοντα Od.1.199 : c.inf., from doing, Q.S.12.205 : also Ep. impf. ἐρύκανε (from ἐρῡκάνω) Od.10.429, cf. Orph.A.647.
German (Pape)
[Seite 1036] poet. Dehnung des praes. für ἐρύκω, κεῖνον ἐρυκανόωσ' ἀέκοντα Od. 1, 199; ἐρυκανόωσα μάχεσθαι Qu. Sm. 12, 205.
Greek (Liddell-Scott)
ἐρῡκᾰνάω: ποιητ. ἀντὶ ἐρύκω, κωλύω, ἐμποδίζω, κρατῶ, οἵ που κεῖνον ἐρυκανόωσ’ ἀέκοντα Ὀδ. Α. 199· μετ’ ἀπαρ., κωλύω τινὰ ἀπὸ τοῦ νὰ πράξῃ τι, ἐρικανόωσα μάχεσθαι Κόϊντ. Σμ. 12. 205· ὡσαύτως, Ἐπικ. παρατ. ἐρύκανε (ἐκ τοῦ ἐρυκάνω), Ὀδ. Κ. 429, πρβλ. Ὀρφ. Ἀργ. 650.
French (Bailly abrégé)
seul. 3ᵉ pl. prés. épq. ἐρυκανόωσι;
c. ἐρύκω.
Greek Monotonic
ἐρῡκᾰνάω: περιορίζω, εμποδίζω, συγκρατώ, Επικ. μτχ. θηλ. ἐρυκανόωσ', σε Ομήρ. Οδ.· παρατ. ἐρύκανε (από το ἐρυκάνω), στο ίδ.
Russian (Dvoretsky)
ἐρῡκᾰνάω: (только 3 л. pl. praes. ἐρυκανόωσι) Hom. = ἐρύκω.