αἰνιγμός: Difference between revisions

From LSJ

τὰ καλὰ καὶ συμφέροντα ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν καὶ εἰρήνην τῷ κόσμῳ → what is good and profitable to our souls, and for peace to the world

Source
(2)
(1)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''αἰνιγμός:''' ὁ = [[αἴνιγμα]], [[αίνιγμα]], [[γρίφος]]· <i>δι' αἰνιγμῶν ἐρεῖν</i>, σε Αριστοφ.· <i>ἐν αἰνιγμοῖσι σημαίνειν τι</i>, σε Ευρ.
|lsmtext='''αἰνιγμός:''' ὁ = [[αἴνιγμα]], [[αίνιγμα]], [[γρίφος]]· <i>δι' αἰνιγμῶν ἐρεῖν</i>, σε Αριστοφ.· <i>ἐν αἰνιγμοῖσι σημαίνειν τι</i>, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''αἰνιγμός:''' ὁ Eur., Arph., Plat. = αίνιγμα.
}}
}}

Revision as of 07:52, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αἰνιγμός Medium diacritics: αἰνιγμός Low diacritics: αινιγμός Capitals: ΑΙΝΙΓΜΟΣ
Transliteration A: ainigmós Transliteration B: ainigmos Transliteration C: ainigmos Beta Code: ai)nigmo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A riddle, mostly like αἴνιγμα in pl., δι' αἰνιγμῶν ἐρεῖν Ar. Ra.61, cf. Pl.Ti.72b, Aeschin.3.121; ἐν αἰνιγμοῖσι σημαίνειν τι E. Rh.754; ἐν αἰ. λαλεῖν Anaxil.22.23: sg., Callisth. ap. Ath.10.452a.

Greek (Liddell-Scott)

αἰνιγμός: ὁ, ἀσαφής λόγος, ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ ὡς τὸ αἴνιγμα, κατὰ πληθ., δι᾿ αἰνιγμῶν ἐρεῖν, Ἀριστοφ. Βάτρ. 61, πρβλ. Πλάτ. Τίμ. 72Ε., ἐν αἰνιγμοῖσι σημαίνειν τι, Εὐρ. Ρῆσ. 754· ἐν αἰν. λαλεῖν, Ἀναξίλας ἐν «Νεοττίδι», 23.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
énigme.
Étymologie: αἰνίσσομαι.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
enigma, acertijo gener. en plu. en sintagmas δι' αἰνιγμῶν, ἐν αἰνιγμοῖς, etc.: δι' αἰνιγμῶν ἐρεῖν Ar.Ra.61, ἐν αἰνιγμοῖς σημαίνει E.Rh.754, cf. E.Ph.1353, Pl.Ti.72b, Anaxil.22.23, Aeschin.3.121, Plu.Galb.24, Sch.E.Hipp.345
sg. ἐν αἰνιγμῷ Callisth.Olynth.13.

Greek Monotonic

αἰνιγμός: ὁ = αἴνιγμα, αίνιγμα, γρίφος· δι' αἰνιγμῶν ἐρεῖν, σε Αριστοφ.· ἐν αἰνιγμοῖσι σημαίνειν τι, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

αἰνιγμός: ὁ Eur., Arph., Plat. = αίνιγμα.