νεανίευμα: Difference between revisions

From LSJ

Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)

Source
(5)
(3b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''νεᾱνίευμα:''' -ατος, τό, νεανική, δηλ. τολμηρή ή (με αρνητική [[σημασία]]) απερίσκεπτη [[ενέργεια]] ή [[απερίσκεπτος]] [[λόγος]], σε Πλάτ. κ.λπ.
|lsmtext='''νεᾱνίευμα:''' -ατος, τό, νεανική, δηλ. τολμηρή ή (με αρνητική [[σημασία]]) απερίσκεπτη [[ενέργεια]] ή [[απερίσκεπτος]] [[λόγος]], σε Πλάτ. κ.λπ.
}}
{{elru
|elrutext='''νεᾱνίευμα:''' ατος τό юношеская выходка, юношеский задор, мальчишество Plat., Luc.
}}
}}

Revision as of 08:00, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεᾱνίευμα Medium diacritics: νεανίευμα Low diacritics: νεανίευμα Capitals: ΝΕΑΝΙΕΥΜΑ
Transliteration A: neaníeuma Transliteration B: neanieuma Transliteration C: neanievma Beta Code: neani/euma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A youthful, i.e. spirited or (in bad sense) wanton, act or word, Pl.R.390a, Luc. Herm.33, etc.; of an argument, bold attempt, Simp.in Ph.1169.9.

Greek (Liddell-Scott)

νεᾱνίευμα: τό, νεανική, δηλ. εὔτολμος ἢ (ἐπὶ κακῆς σημασίας) ἀπερίσκεπτος πρᾶξιςλόγος τοιοῦτος, Πλάτ. Πολ. 390Α, Λυσ. παρὰ Πολυδ. Β΄, 2, Λουκ., κλ.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
action ou propos de jeune homme, trait d’audace, d’imprudence.
Étymologie: νεανιεύομαι.

Greek Monolingual

το (ΑΜ νεανίευμα) νεανιεύομαι
(με κακή σημ.) νεανικός τρόπος συμπεριφοράς, απερίσκεπτη πράξη.

Greek Monotonic

νεᾱνίευμα: -ατος, τό, νεανική, δηλ. τολμηρή ή (με αρνητική σημασία) απερίσκεπτη ενέργεια ή απερίσκεπτος λόγος, σε Πλάτ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

νεᾱνίευμα: ατος τό юношеская выходка, юношеский задор, мальчишество Plat., Luc.