διερμηνευτής: Difference between revisions
From LSJ
(4) |
(1b) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''διερμηνευτής:''' -οῦ, ὁ, [[διερμηνέας]], αυτός που ερμηνεύει, εξηγεί, σε Καινή Διαθήκη | |lsmtext='''διερμηνευτής:''' -οῦ, ὁ, [[διερμηνέας]], αυτός που ερμηνεύει, εξηγεί, σε Καινή Διαθήκη | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''διερμηνευτής:''' ου ὁ истолкователь NT. | |||
}} | }} |
Revision as of 08:00, 31 December 2018
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A interpreter, v. l. in 1 Ep.Cor.14.28.
Greek (Liddell-Scott)
διερμηνευτής: -οῦ, ὁ, ἑρμηνευτής, ἐξηγητής, διάφ. γραφ. ἐν α' Ἐπιστ. π. Κορινθ. ιδ', 28, Ἐκκλ.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
interprète.
Étymologie: διερμηνεύω.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ intérprete, 1Ep.Cor.14.28, Hsch.s.u. ὑποφῆται.
English (Strong)
from διερμηνεύω; an explainer: interpreter.
English (Thayer)
διερμηνευτου, ὁ (διερμηνεύω, which see), an interpreter: L Tr WH marginal reading ἑρμηνευτής.). (Ecclesiastical writings.)
Greek Monolingual
ο (AM διερμηνευτής) διερμηνεύω
ερμηνευτής, εξηγητής
νεοελλ.
1. διερμηνέας
2. (μέγας διερμηνευτής) υψηλό αξίωμα της οθωμανικής αυτοκρατορίας
3. εκκλησιαστικό αξίωμα.
Greek Monotonic
διερμηνευτής: -οῦ, ὁ, διερμηνέας, αυτός που ερμηνεύει, εξηγεί, σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
διερμηνευτής: ου ὁ истолкователь NT.