πάμφορος: Difference between revisions
πείθεται πᾶς ἥδιον ἢ βιάζεται (Dio Cassius, Historiae Romanae 8.36.3) → it's always more pleasant to be persuaded than to be forced
(5) |
(3b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πάμφορος:''' -ον ([[φέρω]])·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που έχει τα πάντα, παραγωγικότατος, Λατ. omnium [[ferax]], [[χώρη]] παμφορωτέρη, σε Ηρόδ.· [[ένας]] [[φίλος]] λέγεται παμφορώτατον [[κτῆμα]], από Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που φέρει τα πάντα μαζί του, [[πάμφορος]] [[χέραδος]], ανάμεικτη [[μάζα]] από σκουπίδια, απόβλητα, σε Πίνδ. | |lsmtext='''πάμφορος:''' -ον ([[φέρω]])·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που έχει τα πάντα, παραγωγικότατος, Λατ. omnium [[ferax]], [[χώρη]] παμφορωτέρη, σε Ηρόδ.· [[ένας]] [[φίλος]] λέγεται παμφορώτατον [[κτῆμα]], από Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που φέρει τα πάντα μαζί του, [[πάμφορος]] [[χέραδος]], ανάμεικτη [[μάζα]] από σκουπίδια, απόβλητα, σε Πίνδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πάμφορος:''' или παμφόρος 2 (compar. παμφορώτερος, superl. παμφορώτατος)<br /><b class="num">1)</b> приносящий все, дающий все плоды, рождающий все ([[χώρη]] Her.; [[γαῖα]] Aesch.; [[νῆσος]] Arst.);<br /><b class="num">2)</b> благодатный, бесценный ([[κτῆμα]] Xen.);<br /><b class="num">3)</b> все увлекающий с собой ([[χεράς]] Pind.). | |||
}} | }} |
Revision as of 08:02, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A all-bearing, all-productive, χώρη παμφορωτέρη Hdt. 7.8.ά, cf. Hp.Coac.502, Pl.Lg.704c, Thphr.HP3.2.6; γαῖα A.Pers.618; ἔτος Orph.Fr.251; παμφορώτατον κτῆμα ὃ καλεῖται φίλος X.Mem.2.4.7. II bearing all things with it, π. χέραδος a mixed mass of rubbish, Pi.P.6.13: metaph., π. θεωρήματα Pall.in Hp.2.114 D.
German (Pape)
[Seite 455] Alles tragend, alle Früchte hervorbringend, fruchtbar; γαῖα, Aesch. Pers. 611; χώρη, Her. 7, 8, 1; Plat. Critia. 110 e; χώραν παμφορωτάτην, Xen. Hell. 3, 2, 10, der auch den Freund παμφορώτατον κτῆμα nennt, Mem. 2, 4, 7; Sp., ἅμαξα, im eigtl. Sinne, Alles tragend, Theodorid. 18 (XI, 479); – χεράς, Geröll, mit dem Alles unter einander fortgerissen wird, Pind. P. 6, 13.
Greek (Liddell-Scott)
πάμφορος: -ον, ὁ τὰ πάντα φέρων, γονιμώτατος, Λατ. οmnium ferax, χώρῃ παμφορωτέρη Ἡρόδ. 7. 8, 1, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 704 C. γαῖα Αἰσχύλ. Πέρσ. 618. ὁ φίλος καλεῖται παμφορώτατον κτῆμα ἐν Ξεν. Ἀπομν. 2. 4, 7. II. ὁ τὰ πάντα φέρων μεθ’ ἑαυτοῦ, παμφόρῳ χεράδι, «ἤτοι τῷ κοπρώδει φορητῷ» (Σχόλ.), Πινδ. Π. 6. 13.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui produit tout, fertile en productions de toute sorte ; bienfaisant, précieux;
Cp. παμφορώτερος.
Étymologie: πᾶν, φέρω.
Greek Monolingual
πάμφορος, -ον (Α)
1. αυτός που παράγει κάθε είδους καρπούς, γονιμότατος
2. αυτός που φέρει μαζί του τα πάντα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + -φόρος].
Greek Monotonic
πάμφορος: -ον (φέρω)·
I. αυτός που έχει τα πάντα, παραγωγικότατος, Λατ. omnium ferax, χώρη παμφορωτέρη, σε Ηρόδ.· ένας φίλος λέγεται παμφορώτατον κτῆμα, από Ξεν.
II. αυτός που φέρει τα πάντα μαζί του, πάμφορος χέραδος, ανάμεικτη μάζα από σκουπίδια, απόβλητα, σε Πίνδ.
Russian (Dvoretsky)
πάμφορος: или παμφόρος 2 (compar. παμφορώτερος, superl. παμφορώτατος)
1) приносящий все, дающий все плоды, рождающий все (χώρη Her.; γαῖα Aesch.; νῆσος Arst.);
2) благодатный, бесценный (κτῆμα Xen.);
3) все увлекающий с собой (χεράς Pind.).