κατατριβή: Difference between revisions

From LSJ

Ἐφόδιον εἰς τὸ γῆρας αἰεὶ κατατίθου → Bonum senectae compara viaticumWegzehrung für das Alter sorge stets dir vor

Menander, Monostichoi, 154
(19)
(2b)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α [[κατατριβή]]) [[κατατρίβω]]<br />[[καταπόνηση]], [[εξάντληση]], [[φθορά]] δυνάμεων με την πάροδο του χρόνου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τοποθέτηση]] ψιμυθίου στο [[πρόσωπο]], [[ψιμυθίωση]], [[βάψιμο]] προσώπου<br /><b>2.</b> [[σπατάλη]], ασωτεία.
|mltxt=η (Α [[κατατριβή]]) [[κατατρίβω]]<br />[[καταπόνηση]], [[εξάντληση]], [[φθορά]] δυνάμεων με την πάροδο του χρόνου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τοποθέτηση]] ψιμυθίου στο [[πρόσωπο]], [[ψιμυθίωση]], [[βάψιμο]] προσώπου<br /><b>2.</b> [[σπατάλη]], ασωτεία.
}}
{{elru
|elrutext='''κατατρῑβή:''' ἡ (пустая) трата времени, по друг. - мучение Diog. [[Sinopeus]] ap. Diog. L.
}}
}}

Revision as of 08:04, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατατρῐβή Medium diacritics: κατατριβή Low diacritics: κατατριβή Capitals: ΚΑΤΑΤΡΙΒΗ
Transliteration A: katatribḗ Transliteration B: katatribē Transliteration C: katatrivi Beta Code: katatribh/

English (LSJ)

ἡ,

   A wasting, squandering, τὴν Πλάτωνος διατριβὴν κ. [ἔλεγε ὁ Διογένης] D.L.6.24.

Greek (Liddell-Scott)

κατατρῐβή: ἡ, προστριβή, ἐπίθεσις ψιμυθίου, ψιμυθισμός, Κλήμ., Ἀλ. 254. ΙΙ. κενὴ κατανάλωσις τοῦ χρόνου, τὴν Πλάτωνος διατριβὴν κατατριβὴν ὠνόμαζεν ὁ Διογένης Διογ. Λ. 6. 24.

Greek Monolingual

η (Α κατατριβή) κατατρίβω
καταπόνηση, εξάντληση, φθορά δυνάμεων με την πάροδο του χρόνου
αρχ.
1. τοποθέτηση ψιμυθίου στο πρόσωπο, ψιμυθίωση, βάψιμο προσώπου
2. σπατάλη, ασωτεία.

Russian (Dvoretsky)

κατατρῑβή: ἡ (пустая) трата времени, по друг. - мучение Diog. Sinopeus ap. Diog. L.