συντράπεζος: Difference between revisions
Θεῶν ὄνειδος τοὺς κακοὺς εὐδαιμονεῖν → Crimen deorum est improbi felicitas → Ein Vorwurf an die Götter ist der Schurken Glück
(6) |
(4b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''συντράπεζος:''' [ᾰ], -ον ([[τράπεζα]]), [[ομοτράπεζος]], αυτός που δειπνεί στο ίδιο [[τραπέζι]], [[σύντροφος]] στο [[δείπνο]], συνδαιτημόνας, σε Ξεν.· <i>βίον συντράπεζον ἔχειν</i>, [[συζώ]], [[συμβιώνω]] με κάποιον, σε Ευρ. | |lsmtext='''συντράπεζος:''' [ᾰ], -ον ([[τράπεζα]]), [[ομοτράπεζος]], αυτός που δειπνεί στο ίδιο [[τραπέζι]], [[σύντροφος]] στο [[δείπνο]], συνδαιτημόνας, σε Ξεν.· <i>βίον συντράπεζον ἔχειν</i>, [[συζώ]], [[συμβιώνω]] με κάποιον, σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συντράπεζος:''' (ᾰ) едящий за одним столом: συντράπεζον βίον ἔχειν Eur. есть за одним столом.<br /><b class="num">II</b> ὁ сотрапезник Xen., Babr. | |||
}} | }} |
Revision as of 08:08, 31 December 2018
English (LSJ)
[ᾰ], ον,
A messmate, X.An.1.9.31; βίον σ. ἔχειν live with one, E.Andr.658; of a dog, Babr.74.7.
Greek (Liddell-Scott)
συντράπεζος: [ᾰ], -ον, ὁμοτράπεζος, ἐκ τῆς αὐτῆς τραπέζης ἐσθίων, Ξεν. Ἀν. 1. 9, 31· βίον σ. ἔχειν, συζῆν μετά τινος, Εὐρ. Ἀνδρ. 658· ἐπὶ κυνός, Βαβρ. 74. 7.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
compagnon de table, commensal.
Étymologie: σύν, τράπεζα.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ, και απ. τ. ξυντράπεζος Α
ομοτράπεζος
αρχ.
φρ. «βίον ἔχω συντράπεζον» — συζώ με κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -τράπεζος (< τράπεζα), πρβλ. ἐπι-τράπεζος].
Greek Monotonic
συντράπεζος: [ᾰ], -ον (τράπεζα), ομοτράπεζος, αυτός που δειπνεί στο ίδιο τραπέζι, σύντροφος στο δείπνο, συνδαιτημόνας, σε Ξεν.· βίον συντράπεζον ἔχειν, συζώ, συμβιώνω με κάποιον, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
συντράπεζος: (ᾰ) едящий за одним столом: συντράπεζον βίον ἔχειν Eur. есть за одним столом.
II ὁ сотрапезник Xen., Babr.