κρατησίμαχος: Difference between revisions
Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.
(5) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κρᾰτησίμᾰχος:''' -ον ([[μάχη]]), αυτός που επικρατεί στη [[μάχη]], σε Πίνδ. | |lsmtext='''κρᾰτησίμᾰχος:''' -ον ([[μάχη]]), αυτός που επικρατεί στη [[μάχη]], σε Πίνδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κρᾰτησίμᾰχος:''' (ῐ) побеждающий в бою ([[σθένος]] Pind.). | |||
}} | }} |
Revision as of 08:12, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A conquering in the fight, Id.P.9.86.
Greek (Liddell-Scott)
κρᾰτησίμᾰχος: -ον, νικῶν ἐν τῇ μάχῃ, Πινδ. Π. 9. 149.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui l’emporte dans le combat.
Étymologie: κρατέω, μάχη.
English (Slater)
κρᾰτηςῐμᾰχος
1 victorious in battle τέκε Ἀλκμήνα διδύμων κρατησίμαχον σθένος υἱῶν (P. 9.86)
Greek Monolingual
κρατησίμαχος, ὁ (Α)
ο νικητής σε μάχη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος < κρατησι- (< κρατῶ) + -μαχος (< μάχομαι), πρβλ. θρασύ-μαχος, πολύ-μαχος].
Greek Monotonic
κρᾰτησίμᾰχος: -ον (μάχη), αυτός που επικρατεί στη μάχη, σε Πίνδ.
Russian (Dvoretsky)
κρᾰτησίμᾰχος: (ῐ) побеждающий в бою (σθένος Pind.).