ἡμιπλίνθιον: Difference between revisions
From LSJ
(4) |
(2b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἡμιπλίνθιον:''' τό ([[πλίνθος]]), μισή [[πλίνθος]], το ένα τούβλο [[δύο]] από τα οποία σχημάτιζαν [[μία]] πλίνθο, σε Ηρόδ. | |lsmtext='''ἡμιπλίνθιον:''' τό ([[πλίνθος]]), μισή [[πλίνθος]], το ένα τούβλο [[δύο]] από τα οποία σχημάτιζαν [[μία]] πλίνθο, σε Ηρόδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἡμιπλίνθιον:''' τό полукирпич (прямоугольная плитка размером 1 х 2) Her. | |||
}} | }} |
Revision as of 08:16, 31 December 2018
English (LSJ)
τό, (πλίνθος)
A half-plinth, brick (two of which formed a plinth), ἡμιπλίνθια χρυσοῦ ingots of gold, Hdt.1.50, cf. IG12.314.82:—also ἡμί-πλινθος, ὁ, Gloss.
German (Pape)
[Seite 1169] τό, Halbziegel, Her. 1, 50; Themist. or. 19.
Greek (Liddell-Scott)
ἡμιπλίνθιον: τό, (πλίνθος) ἡμίσεια πλίνθος, «τοῦβλον» (ὧν δύο ἀπετέλουν μίαν πλίνθον), Λατ. semilaterium, ἡμιπλίνθια χρυσοῦ, ἐλάσματα παχέα ἀκατεργάστου χρυσοῦ, Ἡρόδ. 1. 50.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
demi-brique.
Étymologie: ἡμι-, πλίνθος.
Greek Monolingual
ἡμιπλίνθιον, τὸ και ἡμίπλινθος, ἡ (Α) ημίπλινθος
μισή πλίνθος, μισό τούβλο.
Greek Monotonic
ἡμιπλίνθιον: τό (πλίνθος), μισή πλίνθος, το ένα τούβλο δύο από τα οποία σχημάτιζαν μία πλίνθο, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
ἡμιπλίνθιον: τό полукирпич (прямоугольная плитка размером 1 х 2) Her.