περισαίνω: Difference between revisions
(6) |
(3b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''περισαίνω:''' Επικ. περισ-[[σαίνω]], [[κουνώ]] την [[ουρά]] μου γύρω γύρω, [[κολακεύω]], με αιτ. ή απόλ., σε Ομήρ. Οδ. | |lsmtext='''περισαίνω:''' Επικ. περισ-[[σαίνω]], [[κουνώ]] την [[ουρά]] μου γύρω γύρω, [[κολακεύω]], με αιτ. ή απόλ., σε Ομήρ. Οδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''περισαίνω:''' эп. [[περισσαίνω]]<br /><b class="num">1)</b> вилять (οὐρῇσι Hom.);<br /><b class="num">2)</b> обступать, виляя хвостом (τινά Hom.). | |||
}} | }} |
Revision as of 08:16, 31 December 2018
English (LSJ)
Ep. περισσ-,
A wag the tail round, fawn upon, Τηλέμαχον δὲ περίσσαινον κύνες Od.16.4 ; οὐρῇσιν μακρῇσι περισσαίνοντες 10.215 ; of σαργοί, Opp.H.4.361 : metaph., π. γλώσσῃσιν Orph.L.430, cf. Them.Or.7.92d, 21.258d ; τινὰ ὡς δεσπότην Simp. in Epict.p.52 D.
German (Pape)
[Seite 590] poet. περισσαίνω, umwedeln, umschmeicheln, Τηλέμαχον δὲ περίσσαινον κύνες, Od. 16, 4. 10, οὐρῇσι, 10, 215; übertr., γλώσσῃ, Orph. Lith. 11, 86.
Greek (Liddell-Scott)
περισαίνω: Ἐπικ. περισσ-, κινῶ τὴν οὐρὰν περί τινα, Τηλέμαχον δὲ περίσσαινον κύνες Ὀδ. Π. 4· οὐρῇσιν μακρῇσι περισσαίνοντες Κ. 215· μεταφορ., π. γλώσσῃ, κολακεύειν, Ὀρφ. Λιθ. 424.
English (Autenrieth)
wag the tail about one, fawn upon; τινά (οὐρῇσιν), ‘with their tails,’ i. e. wagging them, Od. 10.215. (Od.)
Greek Monolingual
ΝΜΑ, επικ. τ. περισσαίνω Α
1. (για σκύλους) κουνώ την ουρά γύρω από κάποιον
2. μτφ. περιτριγυρίζω κάποιον, τον ακολουθώ δουλικά, τον κολακεύω ταπεινά, τον θυμιατίζω με ευτελή τρόπο (α. «οι ανόητοι περισαίνουν τους ισχυρούς της ημέρας» β. «περισαίνειν τινὰ ὡς δεσπότην», Σιμπλίκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + σαίνω «κουνώ την ουρά, περιποιούμαι, κολακεύω»].
Greek Monotonic
περισαίνω: Επικ. περισ-σαίνω, κουνώ την ουρά μου γύρω γύρω, κολακεύω, με αιτ. ή απόλ., σε Ομήρ. Οδ.
Russian (Dvoretsky)
περισαίνω: эп. περισσαίνω
1) вилять (οὐρῇσι Hom.);
2) обступать, виляя хвостом (τινά Hom.).