Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ὄσχος: Difference between revisions

From LSJ

Ξένους ξένιζε, καὶ σὺ γὰρ ξένος γ' ἔσῃ (μήποτε ξένος γένῃ) → Bene hospiti fac: tu quoque hospes fors eris → Bewirte Gäste, denn auch du bist einmal Gast

Menander, Monostichoi, 400
(5)
(3b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὄσχος:''' ὁ, = [[μόσχος]], [[κλαδί]] αμπελιού, σε Αριστοφ.
|lsmtext='''ὄσχος:''' ὁ, = [[μόσχος]], [[κλαδί]] αμπελιού, σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὄσχος:''' ὁ отпрыск, побег (ἡμερίδος Arph.).
}}
}}

Revision as of 08:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὄσχος Medium diacritics: ὄσχος Low diacritics: όσχος Capitals: ΟΣΧΟΣ
Transliteration A: óschos Transliteration B: oschos Transliteration C: oschos Beta Code: o)/sxos

English (LSJ)

ὁ,

   A v. ὦσχος; for Hp.Mul.2.204, v. ὄχος.

German (Pape)

[Seite 401] ὁ, od. ὦσχος, = ὄσχη, ἡμερίδος, Ar. Ach. 961; bes. wie ὄσχη 1); bei Ath. XI, 795 f bezieht sich τρέχειν δ' αὐτοὺς ἔχοντας ἀμπέλου κλάδον κατάκαρπον, τὸν καλούμενον ὦσχον auf das im Folgenden erwähnte Fest.

Greek (Liddell-Scott)

ὄσχος: ὁ, = μόσχος (Α), νέον κλῆμα ἀμπέλου, μάλιστα μετὰ τῶν βοτρύων, ὄσχος ἡμερίδος Ἀριστοφ. Ἀχ. 997· Ἀθήνησιν ἀγῶνα ἐπιτελεῖσθαι τῶν ἐφήβων δρόμου· τρέχειν δὲ αὐτοὺς ἔχοντας ἀμπέλου κλάδον κατάκαρπον, τὸν καλούμενον ὄσχον (ὦσχον τὰ ἄριστα τῶν Ἀντιγράφ.) Ἀθήν. 495F· πρβλ. ὀσχοφορία. (Ἴδε ἐν λέξει ὄζος). - Ὑπάρχει καὶ τύπος ὄσχη, «ἡ δὲ ὄσχη κλῆμά ἐστι βότρυς ἐξηρτημένους ἔχον· ταύτην δὲ ἔνιοι ὀρεσχάδα καλοῦσιν» Σουΐδ., Ἁρποκρ., πρβλ. Ἡσύχ. ἐν λ. ὠσχοφόρια.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
jeune pousse, jeune branche.
Étymologie: DELG ὀ-, σχεῖν.

Greek Monotonic

ὄσχος: ὁ, = μόσχος, κλαδί αμπελιού, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ὄσχος: ὁ отпрыск, побег (ἡμερίδος Arph.).