πρόχους: Difference between revisions

From LSJ

Θεὸν προτίμα, δεύτερον δὲ τοὺς γονεῖς → Post deum habeas parentes proximo loco → Vor allem ehre Gott, die Eltern gleich nach ihm

Menander, Monostichoi, 230
(35)
(4)
Line 7: Line 7:
{{grml
{{grml
|mltxt=η, ΝΑ, και αττ. τ. [[πρόχοος]] και ιων. τ. [[πρόχος]], Α<br /><b>αρχαιολ.</b> μόνωτο [[αγγείο]], [[κανάτα]] με [[μεγάλη]] [[κοιλιά]], με ψηλό λαιμό και με [[προχοή]] στο [[στόμιο]], που τή χρησιμοποιούσαν για [[πλύσιμο]] τών χεριών τών καλεσμένων ή ως [[οινοχόη]] για να γεμίζουν με [[κρασί]] τα ποτήρια ή για [[προσφορά]] χοών σε νεκρό (α. «προχόῳ ἐπέχευε», <b>Ομ. Οδ.</b><br />β. «[[πρόχοος]] δὲ [[χαμαὶ]] βόμβησε πεσοῡσα», <b>Ομ. Οδ.</b><br />γ. «ἐκ τ' εὐκροτήτου χαλκέας [[ἄρδην]] πρόχου / χοαῑσι τρισπόνδοισι τὸν νέκυν στέφει», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[λήκυθος]]<br /><b>2.</b> [[μέτρο]] υγρών στη [[Σικελία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[χους]] / -<i>χοος</i> (<span style="color: red;"><</span> -<i>χοFος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>χέω</i>). Η λ. απαντά και στη Μυκηναϊκή στον τ. <i>porokowo</i>].
|mltxt=η, ΝΑ, και αττ. τ. [[πρόχοος]] και ιων. τ. [[πρόχος]], Α<br /><b>αρχαιολ.</b> μόνωτο [[αγγείο]], [[κανάτα]] με [[μεγάλη]] [[κοιλιά]], με ψηλό λαιμό και με [[προχοή]] στο [[στόμιο]], που τή χρησιμοποιούσαν για [[πλύσιμο]] τών χεριών τών καλεσμένων ή ως [[οινοχόη]] για να γεμίζουν με [[κρασί]] τα ποτήρια ή για [[προσφορά]] χοών σε νεκρό (α. «προχόῳ ἐπέχευε», <b>Ομ. Οδ.</b><br />β. «[[πρόχοος]] δὲ [[χαμαὶ]] βόμβησε πεσοῡσα», <b>Ομ. Οδ.</b><br />γ. «ἐκ τ' εὐκροτήτου χαλκέας [[ἄρδην]] πρόχου / χοαῑσι τρισπόνδοισι τὸν νέκυν στέφει», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[λήκυθος]]<br /><b>2.</b> [[μέτρο]] υγρών στη [[Σικελία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[χους]] / -<i>χοος</i> (<span style="color: red;"><</span> -<i>χοFος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>χέω</i>). Η λ. απαντά και στη Μυκηναϊκή στον τ. <i>porokowo</i>].
}}
{{elru
|elrutext='''πρόχους:''' ἡ стяж. = [[πρόχοος]].
}}
}}

Revision as of 08:24, 31 December 2018

German (Pape)

[Seite 800] ἡ, att. = πρόχοος.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ἡ) :
contr. att.
v. πρόχοος.

Greek Monolingual

η, ΝΑ, και αττ. τ. πρόχοος και ιων. τ. πρόχος, Α
αρχαιολ. μόνωτο αγγείο, κανάτα με μεγάλη κοιλιά, με ψηλό λαιμό και με προχοή στο στόμιο, που τή χρησιμοποιούσαν για πλύσιμο τών χεριών τών καλεσμένων ή ως οινοχόη για να γεμίζουν με κρασί τα ποτήρια ή για προσφορά χοών σε νεκρό (α. «προχόῳ ἐπέχευε», Ομ. Οδ.
β. «πρόχοος δὲ χαμαὶ βόμβησε πεσοῡσα», Ομ. Οδ.
γ. «ἐκ τ' εὐκροτήτου χαλκέας ἄρδην πρόχου / χοαῑσι τρισπόνδοισι τὸν νέκυν στέφει», Σοφ.)
αρχ.
1. λήκυθος
2. μέτρο υγρών στη Σικελία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + -χους / -χοος (< -χοFος < χέω). Η λ. απαντά και στη Μυκηναϊκή στον τ. porokowo].

Russian (Dvoretsky)

πρόχους: ἡ стяж. = πρόχοος.