ἄβλητος: Difference between revisions
οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills | men are not right in hating death, which is the greatest succour from our many ills
(2) |
(1) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἄβλητος:''' -ον, αυτός που δεν έχει χτυπηθεί από βέλη, σε Ομήρ. Ιλ. | |lsmtext='''ἄβλητος:''' -ον, αυτός που δεν έχει χτυπηθεί από βέλη, σε Ομήρ. Ιλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἄβλητος:''' не пораженный, незадетый, невредимый (ἄ. καὶ [[ἀνούτατος]] Hom.). | |||
}} | }} |
Revision as of 08:24, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A not hit (by missiles), opp. ἀνούτατος, Il.4.540.
German (Pape)
[Seite 3] von keinem Schuß getroffen, bei Hom. nur Iliad. 4, 540, ἄβλητος καὶ ἀνούτατος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
non frappé (d’un trait).
Étymologie: ἀ, βάλλω.
English (Autenrieth)
Spanish (DGE)
-ον
no alcanzado, no herido, ileso ὀξέϊ χαλκῷ Il.4.540, ὁ ἔχων τὴν ἐλπίδα ἐπὶ τὸν θεὸν ἀ. ... μενεῖ Didym.in Zach.1.189
•no tocado, entero, intacto ἀβλήτου χρῄζει δρέψαι ἀπ' ἀκρεμόνος AP 9.563 (Leon.), ἄ. ἐστιν ἡ τοῦ θεοῦ πανοπλία Didym.in Ps.99.11, cf. in Eccl.310.25.
Greek Monotonic
ἄβλητος: -ον, αυτός που δεν έχει χτυπηθεί από βέλη, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
ἄβλητος: не пораженный, незадетый, невредимый (ἄ. καὶ ἀνούτατος Hom.).