ἀποδίομαι: Difference between revisions

From LSJ

θυγάτριον ὡραῖον ἤδη γάμου → a girl already of marriageable age | a daughter, already marriageable

Source
(3)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀποδίομαι:''' αποθ., [[ἀποδιώκω]], μόνον σε ενεστ., σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''ἀποδίομαι:''' αποθ., [[ἀποδιώκω]], μόνον σε ενεστ., σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀποδίομαι:''' отгонять, прогонять Hom.
}}
}}

Revision as of 08:32, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποδίομαι Medium diacritics: ἀποδίομαι Low diacritics: αποδίομαι Capitals: ΑΠΟΔΙΟΜΑΙ
Transliteration A: apodíomai Transliteration B: apodiomai Transliteration C: apodiomai Beta Code: a)podi/omai

English (LSJ)

poet. for ἀποδιώκω, αἴ κεν Ἄρηα . . μάχης ἐξ ἀποδίωμαι (with ᾱ metri gr.) Il.5.763.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποδίομαι: ἀποθ., ποιητ. ἀντὶ τοῦ ἀποδιώκω, αἴ κεν Ἄρηα... μάχης ἐξ ἀποδίωμαι (μετὰ ᾱ ἐν ἄρσει) Ἰλ. Ε. 763.

French (Bailly abrégé)

sbj. ἀποδίωμαι;
repousser.
Étymologie: ἀπό, *δίομαι.

English (Autenrieth)

see ἐξαποδίομαι.

Spanish (DGE)

• Prosodia: [ᾱ- metri causa]
arrojar αἴ κεν Ἄρηα ... μάχης ἐξ ἀποδίωμαι Il.5.763.

Greek Monolingual

ἀποδίομαι (Α) δίομαι
αποδιώκω.

Greek Monotonic

ἀποδίομαι: αποθ., ἀποδιώκω, μόνον σε ενεστ., σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

ἀποδίομαι: отгонять, прогонять Hom.