τελωνιάς: Difference between revisions
αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man
(6) |
(4b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''τελωνιάς:''' -[[άδος]], ἡ, αυτή που αφορά σε [[τέλη]] ή φόρους, [[μᾶζα]] [[τελωνιάς]], η πλούσια [[ζωή]] των τελώνων, σε Ανθ. | |lsmtext='''τελωνιάς:''' -[[άδος]], ἡ, αυτή που αφορά σε [[τέλη]] ή φόρους, [[μᾶζα]] [[τελωνιάς]], η πλούσια [[ζωή]] των τελώνων, σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τελωνιάς:''' άδος (ᾱδ) adj. f откупщическая, т. е. богатая, роскошная ([[μᾶζα]] Anth.). | |||
}} | }} |
Revision as of 08:40, 31 December 2018
English (LSJ)
άδος, ἡ,
A of tolls or customs, μᾶζα τ. the good fare of the τελῶναι, AP6.295 (Phan.).
German (Pape)
[Seite 1089] άδος, ἡ, zöllnerisch, μᾶζα, die gute Kost der Zöllner, Phani. 3 (VI, 295).
Greek (Liddell-Scott)
τελωνιάς: -άδος, ἡ, = τελωνική, ἡ ἀποτελουμένη ἐκ τελῶν, ἤτοι φόρων, μᾶζα τ., ἡ καλὴ τροφὴ καὶ πλουσία ζωὴ τῶν τελωνῶν, Ἀνθ. Π. 6. 295.
French (Bailly abrégé)
άδος
adj. f.
de fermier général ; μᾶζα ANTH pâte ou mets digne d’un publicain, càd délicat, recherché.
Étymologie: τελώνης.
Greek Monolingual
-άδος, ἡ, Α
1. η τελωνική
2. φρ. «μᾱζα τελωνιάς» — η καλή τροφή και η πλούσια ζωή τών τελωνών (Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τελώνης + κατάλ. -ιάς (πρβλ. σεβαστ-ιάς)].
Greek Monotonic
τελωνιάς: -άδος, ἡ, αυτή που αφορά σε τέλη ή φόρους, μᾶζα τελωνιάς, η πλούσια ζωή των τελώνων, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
τελωνιάς: άδος (ᾱδ) adj. f откупщическая, т. е. богатая, роскошная (μᾶζα Anth.).