προσαυρίζω: Difference between revisions

From LSJ
Cicero, Tusculanarum Disputationum, I.45.109
(34)
(4)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br />συναντώμαι με κάποιον («νοτὶς προσαυρίζουσα χερσαίᾳ τροχῇ», Τραγ. Αδέσπ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[αὔρα]] «[[φύσημα]] αέρα, [[αέρας]] εν κινήσει, δροσερή [[πνοή]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίζω</i>. Η σημ. της λ. έχει προκύψει μεταφορικά από την [[ιδιότητα]] της αύρας να μετακινεί την [[υγρασία]]].
|mltxt=Α<br />συναντώμαι με κάποιον («νοτὶς προσαυρίζουσα χερσαίᾳ τροχῇ», Τραγ. Αδέσπ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[αὔρα]] «[[φύσημα]] αέρα, [[αέρας]] εν κινήσει, δροσερή [[πνοή]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίζω</i>. Η σημ. της λ. έχει προκύψει μεταφορικά από την [[ιδιότητα]] της αύρας να μετακινεί την [[υγρασία]]].
}}
{{elru
|elrutext='''προσαυρίζω:''' достигать, доходить, касаться (τινί Aesch.).
}}
}}

Revision as of 08:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσαυρίζω Medium diacritics: προσαυρίζω Low diacritics: προσαυρίζω Capitals: ΠΡΟΣΑΥΡΙΖΩ
Transliteration A: prosaurízō Transliteration B: prosaurizō Transliteration C: prosavrizo Beta Code: prosauri/zw

English (LSJ)

   A meet with, νοτὶς προσαυρίζουσα χερσαίᾳ προχῇ Trag.Adesp.261 (ap.Hsch., who also has προσαυρών· προστυχών, and προσηύρετο (Phot. προσαύρετο) · προσέτυχε, προσηγάγετο).

German (Pape)

[Seite 752] = προσαυράω, tragic. bei Hesych. προσαυρίζουσα χερσαίᾳ τροχῇ, statt προσπίπτουσα.

Greek (Liddell-Scott)

προσαυρίζω: «προσαυρίζουσα χερσαία τροχῇ (Τραγ. Ἀποσπ. 204)· ὑπὸ τῆς αὔρας ἡ νοτὶς προσπίπτουσα τῇ τροχῇ· δύναται δὲ οἷον καταλαμβάνουσα· ἐπαυρεῖν γὰρ τὸ καταλαμβάνειν καὶ ἐπιτυγχάνειν» Ἡσύχ., ἴδε (Kaib.), Δινδ. εἰς Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 402. ― Ἔχει προσέτι ὁ Ἡσύχιος ἀόρ. «προσαυρών· προστυχών»· καὶ «προσηύρετο (Φώτ. προσαύρετο)· προσέτυχε, προσηγάγετο».

Greek Monolingual

Α
συναντώμαι με κάποιον («νοτὶς προσαυρίζουσα χερσαίᾳ τροχῇ», Τραγ. Αδέσπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + αὔρα «φύσημα αέρα, αέρας εν κινήσει, δροσερή πνοή» + κατάλ. -ίζω. Η σημ. της λ. έχει προκύψει μεταφορικά από την ιδιότητα της αύρας να μετακινεί την υγρασία].

Russian (Dvoretsky)

προσαυρίζω: достигать, доходить, касаться (τινί Aesch.).