χαλκευτός: Difference between revisions

From LSJ

ἐὰν ᾖ τῳ θανάτου τετιμημένον → if sentence of death has been passed upon one

Source
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''χαλκευτός:''' -ή, -όν, ρημ. επίθ., αυτός που φτιάχτηκε από [[μέταλλο]], κατεργασμένος, σε Ανθ.
|lsmtext='''χαλκευτός:''' -ή, -όν, ρημ. επίθ., αυτός που φτιάχτηκε από [[μέταλλο]], κατεργασμένος, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''χαλκευτός:''' [adj. verb. к [[χαλκεύω]] выкованный: [[στίχος]] Πιερίδων χαλκευτὸς ἐπ᾽ ἄκμοσιν Anth. стих, выкованный на наковальнях Пиерид.
}}
}}

Revision as of 08:44, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χαλκευτός Medium diacritics: χαλκευτός Low diacritics: χαλκευτός Capitals: ΧΑΛΚΕΥΤΟΣ
Transliteration A: chalkeutós Transliteration B: chalkeutos Transliteration C: chalkeftos Beta Code: xalkeuto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A wrought of metal: metaph., στίχος Πιερίδων χ. ἐπ' ἄκμοσιν AP7.409 (Antip.).

German (Pape)

[Seite 1330] adj. verb. von χαλκεύω, aus Erz od. Metall gearbeitet, geschmiedet, übh. verfertigt, gemacht, στίχος χαλκευτὸς Πιερίδων ἐπ' ἄκμοσιν Antp. Th. 24 (VII, 409).

Greek (Liddell-Scott)

χαλκευτός: -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθετ., ὁ ἐκ μετάλλου κατειργασμένος· μεταφορ., στίχος Πιερίδων χ. ἐπ’ ἄκμοσιν Ἀνθ. Παλ. 7. 409.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
travaillé en airain ou en métal ; fait solidement.
Étymologie: χαλκεύω.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α χαλκεύω
1. κατασκευασμένος από χαλκό ή από άλλο μέταλλο
2. (γενικά) επεξεργασμένος, κατασκευασμένος («στίλος Πιερίδων χαλκευτὸς ἐπ' ἄκμοσιν», Ανθ. Παλ.).

Greek Monotonic

χαλκευτός: -ή, -όν, ρημ. επίθ., αυτός που φτιάχτηκε από μέταλλο, κατεργασμένος, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

χαλκευτός: [adj. verb. к χαλκεύω выкованный: στίχος Πιερίδων χαλκευτὸς ἐπ᾽ ἄκμοσιν Anth. стих, выкованный на наковальнях Пиерид.