ἀσπιδοῦχος: Difference between revisions

From LSJ

τῆς αἰδοῦς ὀλίγην ποιήσασθαι φειδώ → to have little consideration for self-respect

Source
(3)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀσπῐδοῦχος:''' ὁ ([[ἔχω]]), αυτός που έχει [[ασπίδα]], [[ασπιδοφόρος]], σε Ευρ.
|lsmtext='''ἀσπῐδοῦχος:''' ὁ ([[ἔχω]]), αυτός που έχει [[ασπίδα]], [[ασπιδοφόρος]], σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀσπῐδοῦχος:''' ὁ Soph., Eur. = [[ἀσπιδιώτης]].
}}
}}

Revision as of 08:44, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσπῐδοῦχος Medium diacritics: ἀσπιδοῦχος Low diacritics: ασπιδούχος Capitals: ΑΣΠΙΔΟΥΧΟΣ
Transliteration A: aspidoûchos Transliteration B: aspidouchos Transliteration C: aspidoychos Beta Code: a)spidou=xos

English (LSJ)

ὁ, (ἔχω)

   A shield-bearer, S.Fr.427, E.Supp.1144.

German (Pape)

[Seite 373] Schild haltend, Schildträger, Soph. frg. 376; Eur. Suppl. 1143.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσπῐδοῦχος: ὁ, (ἔχω) ὁ φέρων ἀσπίδα, Σοφ. Ἀποσπ. 376, Εὐρ. Ἱκ. 1144.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui tient un bouclier.
Étymologie: ἀσπίς, ἔχω.

Spanish (DGE)

(ἀσπῐδοῦχος) -ου, ὁ que embraza escudo S.Fr.427, E.Supp.1143.

Greek Monolingual

ἀσπιδοῡχος, ο (Α)
1. ο ασπιδοφόρος
2. ο πολεμιστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ασπίς (-ίδος) + -ουχος < έχω].

Greek Monotonic

ἀσπῐδοῦχος: ὁ (ἔχω), αυτός που έχει ασπίδα, ασπιδοφόρος, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἀσπῐδοῦχος: ὁ Soph., Eur. = ἀσπιδιώτης.