γεραιόφλοιος: Difference between revisions
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
(3) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''γεραιόφλοιος:''' -ον, αυτός που έχει γερασμένο και ρυτιδιασμένο [[δέρμα]], σε Ανθ. | |lsmtext='''γεραιόφλοιος:''' -ον, αυτός που έχει γερασμένο και ρυτιδιασμένο [[δέρμα]], σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''γεραιόφλοιος:''' со сморщенной кожицей, сморщенный (σῦκα Anth.). | |||
}} | }} |
Revision as of 08:48, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A with old, wrinkled skin, σῦκα AP6.102 (Phil.).
German (Pape)
[Seite 485] mit alter, runzlicher Rinde, σῦκα Philip. 20 (VI, 102).
Greek (Liddell-Scott)
γεραιόφλοιος: -ον, ἔχων πεπαλαιωμένον, ἐρρυτιδωμένον φλοιόν, δέρμα, Ἀνθ.II. 6. 102.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à la peau ridée.
Étymologie: γεραιός, φλοιός.
Spanish (DGE)
-ον
de piel vieja, e.d. arrugada σῦκα AP 6.102 (Phil.).
Greek Monolingual
γεραιόφλοιος, -ον (Α)
(για δέντρο) με γέρικο φλοιό, γεμάτο ρυτίδες.
Greek Monotonic
γεραιόφλοιος: -ον, αυτός που έχει γερασμένο και ρυτιδιασμένο δέρμα, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
γεραιόφλοιος: со сморщенной кожицей, сморщенный (σῦκα Anth.).