ἀξιομακάριστος: Difference between revisions

From LSJ

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234
(3)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀξιομᾰκάριστος:''' [κᾰ], -ον, [[άξιος]] να θεωρείται [[χαρούμενος]], σε Ξεν.
|lsmtext='''ἀξιομᾰκάριστος:''' [κᾰ], -ον, [[άξιος]] να θεωρείται [[χαρούμενος]], σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀξιομᾰκάριστος:''' достойный считаться блаженным Xen.
}}
}}

Revision as of 08:56, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀξιομᾰκάριστος Medium diacritics: ἀξιομακάριστος Low diacritics: αξιομακάριστος Capitals: ΑΞΙΟΜΑΚΑΡΙΣΤΟΣ
Transliteration A: axiomakáristos Transliteration B: axiomakaristos Transliteration C: aksiomakaristos Beta Code: a)ciomaka/ristos

English (LSJ)

[κᾰ], ον,

   A worthy to be deemed happy, X.Ap.34 (Sup.).

German (Pape)

[Seite 270] der glücklich gepriesen zuwerden verdient, Xen. Apol. 34.

Greek (Liddell-Scott)

ἀξιομακάριστος: [κᾰ], ον, ἄξιος μακαρισμοῦ, ἀξιομακαριστότατον Ξεν. Ἀπολ. 34.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
digne d’être regardé comme heureux.
Étymologie: ἄξιος, μακαρίζω.

Spanish (DGE)

-ον
digno de alabanza Σωκράτης X.Ap.34, Παῦλος Ign.Eph.12.2.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀξιομακάριστος, -ον)
αυτός που αξίζει να τον μακαρίζουν, να τον θεωρούν ευτυχισμένο.

Greek Monotonic

ἀξιομᾰκάριστος: [κᾰ], -ον, άξιος να θεωρείται χαρούμενος, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἀξιομᾰκάριστος: достойный считаться блаженным Xen.