κρακτικός: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ μανθάνειν δ' ἥδιστον εὖ λέγοντος, εἰ κέρδος λέγοι → It is the sweetest thing to learn from one speaking well, if they speak profitably

Sophocles, Antigone, 1031-2
(21)
(3)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κρακτικός]], -ή, -όν (Α) [[κράκτης]]<br />[[θορυβώδης]] («[[λάλος]] εἶ καὶ [[κρακτικός]]», <b>Λουκιαν.</b>).
|mltxt=[[κρακτικός]], -ή, -όν (Α) [[κράκτης]]<br />[[θορυβώδης]] («[[λάλος]] εἶ καὶ [[κρακτικός]]», <b>Λουκιαν.</b>).
}}
{{elru
|elrutext='''κρακτικός:''' крикливый, голосистый (κρακτικώτατος κυνικῶν - v. l. κυνῶν - ἁπάντων Luc.).
}}
}}

Revision as of 09:00, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρακτικός Medium diacritics: κρακτικός Low diacritics: κρακτικός Capitals: ΚΡΑΚΤΙΚΟΣ
Transliteration A: kraktikós Transliteration B: kraktikos Transliteration C: kraktikos Beta Code: kraktiko/s

English (LSJ)

ή, όν, (κράζω)

   A noisy, Luc. Gall.4, Sch.Ar.V.34, cj. in Tz. ad Hes. Op.744: Sup. -ώτατος Luc.Symp.12.

Greek (Liddell-Scott)

κρακτικός: -ή, -όν, (κράζω) θορυβώδης, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Σφ. 34, Τζέτζ. εἰς Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 747· ὑπερθ. -ώτατος, Λουκ. Συμπ. 12.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
criard;
Sp. κρακτικώτατος.
Étymologie: κράζω.

Greek Monolingual

κρακτικός, -ή, -όν (Α) κράκτης
θορυβώδηςλάλος εἶ καὶ κρακτικός», Λουκιαν.).

Russian (Dvoretsky)

κρακτικός: крикливый, голосистый (κρακτικώτατος κυνικῶν - v. l. κυνῶν - ἁπάντων Luc.).