λεπτομέρεια: Difference between revisions

From LSJ

πρέπει γὰρ τοὺς παῖδας ὥσπερ τῆς οὐσίας οὕτω καὶ τῆς φιλίας τῆς πατρικῆς κληρονομεῖν → it is right that children inherit their fathers' friendships just as they would their possessions

Source
(23)
(3)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (AM [[λεπτομέρεια]] Α και λεπτομερία) [[λεπτομερής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> μικρό, [[ιδίως]] δευτερεύον και επουσιώδες, [[μέρος]] ενός συνόλου («συζητήθηκαν οι λεπτομέρειες του νομοσχεδίου»)<br /><b>2.</b> <b>συν. στον πληθ.</b> <i>οι λεπτομέρειες</i><br />οι μερικότητες, τα επιμέρους, τα [[καθέκαστα]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «με [[κάθε]] [[λεπτομέρεια]]» — [[λεπτομερώς]], επακριβώς<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />το να αποτελείται [[κάτι]] από μικρά μέρη.
|mltxt=η (AM [[λεπτομέρεια]] Α και λεπτομερία) [[λεπτομερής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> μικρό, [[ιδίως]] δευτερεύον και επουσιώδες, [[μέρος]] ενός συνόλου («συζητήθηκαν οι λεπτομέρειες του νομοσχεδίου»)<br /><b>2.</b> <b>συν. στον πληθ.</b> <i>οι λεπτομέρειες</i><br />οι μερικότητες, τα επιμέρους, τα [[καθέκαστα]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «με [[κάθε]] [[λεπτομέρεια]]» — [[λεπτομερώς]], επακριβώς<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />το να αποτελείται [[κάτι]] από μικρά μέρη.
}}
{{elru
|elrutext='''λεπτομέρεια:''' ἡ расчлененность на мелкие частицы (τοῦ [[πυρός]] Plat.; τῆς τῶν εἰδώλων φύσεως Plut.).
}}
}}

Revision as of 09:08, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λεπτομέρεια Medium diacritics: λεπτομέρεια Low diacritics: λεπτομέρεια Capitals: ΛΕΠΤΟΜΕΡΕΙΑ
Transliteration A: leptoméreia Transliteration B: leptomereia Transliteration C: leptomereia Beta Code: leptome/reia

English (LSJ)

ἡ,

   A a consisting of small particles, Ti.Locr.98e, Placit. 1.7.34, al.; of the soul, Epicur.Ep.1p.20U.

German (Pape)

[Seite 30] ἡ, das Bestehen aus seinen Theilen; Tim. Locr. 98 e; Plut.

Greek (Liddell-Scott)

λεπτομέρεια: ἡ, τὸ συνίστασθαι ἐκ μικρῶν μερῶν, Τίμ. Λοκρ. 98Ε, Πλούτ. 2. 822Α.

Greek Monolingual

η (AM λεπτομέρεια Α και λεπτομερία) λεπτομερής
νεοελλ.
1. μικρό, ιδίως δευτερεύον και επουσιώδες, μέρος ενός συνόλου («συζητήθηκαν οι λεπτομέρειες του νομοσχεδίου»)
2. συν. στον πληθ. οι λεπτομέρειες
οι μερικότητες, τα επιμέρους, τα καθέκαστα
3. φρ. «με κάθε λεπτομέρεια» — λεπτομερώς, επακριβώς
μσν.-αρχ.
το να αποτελείται κάτι από μικρά μέρη.

Russian (Dvoretsky)

λεπτομέρεια: ἡ расчлененность на мелкие частицы (τοῦ πυρός Plat.; τῆς τῶν εἰδώλων φύσεως Plut.).