χερειότερος: Difference between revisions
From LSJ
(6) |
(4b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''χερειότερος:''' -α, -ον, Επικ. αντί του επομ., σε Ομήρ. Ιλ. | |lsmtext='''χερειότερος:''' -α, -ον, Επικ. αντί του επομ., σε Ομήρ. Ιλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''χερειότερος:''' эп. compar. к [[χείρων]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:32, 31 December 2018
English (LSJ)
η, ον, Ep. Comp. for sq., Il.2.248, 12.270, AP7.371 (Crin.), Q.S.5.555.
German (Pape)
[Seite 1349] poet. compar. = χερείων; Il. 2, 248; ὅς τ' ἔξοχος, ὅς τε μεσήεις, ὅς τε χερειότερος 12, 220; sp. D., wie Bian. 15 (IX, 548), Opp. Hal. 3, 432.
Greek (Liddell-Scott)
χερειότερος: -α, -ον, Ἐπικ. συγκρ. ἀντὶ τοῦ ἑπομ., οὐ γὰρ ἐγὼ σέο φημὶ χερειότερον βροτὸν ἄλλον ἔμμεναι, ὅσσοι ἅμ’ Ἀτρεΐδῃς ὑπὸ Ἴλιον ἦλθον Ἰλ. Β. 248, Μ. 270.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
c. χερείων.
English (Autenrieth)
χερείων (Il.)
Greek Monolingual
-οτέρα, -ον Α
(επικ. τ.) βλ. χειρότερος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. χείρων.
Greek Monotonic
χερειότερος: -α, -ον, Επικ. αντί του επομ., σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
χερειότερος: эп. compar. к χείρων.