προχρίω: Difference between revisions
ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself
(6) |
(4) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''προχρίω:''' [ῑ], μέλ. <i>-σω</i>, [[αλείφω]] εκ των προτέρων, [[προχρίω]] τί τινι, [[αλείφω]] ή [[τρίβω]] με [[κάτι]], σε Σοφ. | |lsmtext='''προχρίω:''' [ῑ], μέλ. <i>-σω</i>, [[αλείφω]] εκ των προτέρων, [[προχρίω]] τί τινι, [[αλείφω]] ή [[τρίβω]] με [[κάτι]], σε Σοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''προχρίω:''' (ῑ) намазывать (τί τινι Soph., Luc.). | |||
}} | }} |
Revision as of 09:34, 31 December 2018
English (LSJ)
[ῑ],
A smear, anoint before, Gal.13.514; τινι with a thing, S.Tr.696, cf. Luc.Alex.21.
German (Pape)
[Seite 800] (s. χρίω), vorher schmieren, salben, Soph. Tr. 693 u. Sp., wie Luc. Alex. 21.
Greek (Liddell-Scott)
προχρίω: [ῑ], χρίω, ἀλείφω πρότερον, πρ. τί τινι, ἀλείφω ἢ τρίβω μέ τι, Σοφ. Τρ. 696, πρβλ. Λουκ. Ἀλέξ. 21· ― ῥημ. ἐπίθ. προχριστέον, Ροῦφ. σ. 241, ἔκδ. Matth.
French (Bailly abrégé)
oindre ou enduire auparavant.
Étymologie: πρό, χρίω.
Spanish
untar previamente, ungirse previamente
Greek Monolingual
Α
1. διαβρέχω, αλείφω προηγουμένως με κάτι («σιάλῳ τὴν σφραγῑδα προχρίσας», Λουκιαν.)
2. χρίω, δίνω προηγουμένως το χρίσμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + χρίω «αλείφω»].
Greek Monotonic
προχρίω: [ῑ], μέλ. -σω, αλείφω εκ των προτέρων, προχρίω τί τινι, αλείφω ή τρίβω με κάτι, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
προχρίω: (ῑ) намазывать (τί τινι Soph., Luc.).