παρθένιον: Difference between revisions

From LSJ

Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ τῇ νόσῳ νόσοςMedicus loquax, secundus aegro morbus est → Ein Arzt, der schwätzt, verdoppelt nur der Krankheit Last

Menander, Monostichoi, 268
(31)
(nl)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=το, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>βοτ.</b> [[γένος]] αγγειόσπερμων δικότυλων [[φυτών]] που ανήκει στην [[οικογένεια]] [[σύνθετα]]<br /><b>2.</b> [[είδος]] κλαβικυμβάλου στην Αγγλία<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κορίτσι]], [[κοριτσόπουλο]]<br /><b>2.</b> το [[φυτό]] ελιξίνη<br /><b>3.</b> το [[φυτό]] [[λινόζωστις]]<br /><b>4.</b> [[είδος]] άλλου φυτού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[παρθένος]]. Τα φυτά ονομάστηκαν [[έτσι]] λόγω τών ευεργετικών ιδιοτήτων τους σε γυναικολογικές παθήσεις].
|mltxt=το, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>βοτ.</b> [[γένος]] αγγειόσπερμων δικότυλων [[φυτών]] που ανήκει στην [[οικογένεια]] [[σύνθετα]]<br /><b>2.</b> [[είδος]] κλαβικυμβάλου στην Αγγλία<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κορίτσι]], [[κοριτσόπουλο]]<br /><b>2.</b> το [[φυτό]] ελιξίνη<br /><b>3.</b> το [[φυτό]] [[λινόζωστις]]<br /><b>4.</b> [[είδος]] άλλου φυτού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[παρθένος]]. Τα φυτά ονομάστηκαν [[έτσι]] λόγω τών ευεργετικών ιδιοτήτων τους σε γυναικολογικές παθήσεις].
}}
{{elnl
|elnltext=παρθένιον -ου, τό [παρθένος] moederkruid.
}}
}}

Revision as of 10:00, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρθένιον Medium diacritics: παρθένιον Low diacritics: παρθένιον Capitals: ΠΑΡΘΕΝΙΟΝ
Transliteration A: parthénion Transliteration B: parthenion Transliteration C: parthenion Beta Code: parqe/nion

English (LSJ)

τό,

   A feverfew, Pyrethrum Parthenium, Hp. Ulc.14, Nic. Th.863, Dsc.3.138, Plin.HN21.176.    2 = ἑλξίνη, Dsc.4.85, etc.    3 = λινόζωστις, Thphr.HP7.7.2, Dsc.4.189.    II girl, Alciphr.3.33.

German (Pape)

[Seite 521] τό, Jungfernkraut, sonst ἑλξίνη; Nic. Ther. 863; Plut. Sulla 13.

Greek (Liddell-Scott)

παρθένιον: τό, φυτόν τι, = ἐλξίνη, κοινῶς «παρθενοῦδι», Ἱππ. 877F, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 7, 2, Νικ. Θ. 863. ΙΙ. παρθένια, τά, ἴδε ἐν τῇ λέξει.

Greek Monolingual

το, ΝΑ
νεοελλ.
1. βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια σύνθετα
2. είδος κλαβικυμβάλου στην Αγγλία
αρχ.
1. κορίτσι, κοριτσόπουλο
2. το φυτό ελιξίνη
3. το φυτό λινόζωστις
4. είδος άλλου φυτού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρθένος. Τα φυτά ονομάστηκαν έτσι λόγω τών ευεργετικών ιδιοτήτων τους σε γυναικολογικές παθήσεις].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρθένιον -ου, τό [παρθένος] moederkruid.