κρατητικός: Difference between revisions

From LSJ

νοῦς γὰρ ἡμῶν ἐστιν ἐν ἑκάστῳ θεός → Mortalium cuique sua mens est deus → In jedem von uns nämlich wirkt sein Geist als Gott

Menander, Monostichoi, 434
(3)
(nl)
Line 18: Line 18:
{{elru
{{elru
|elrutext='''κρᾰτητικός:''' <b class="num">1)</b> одерживающий верх (περὶ ἀγωνίαν Plat.);<br /><b class="num">2)</b> овладевающий (τοῦ λογιζομένου Plat.).
|elrutext='''κρᾰτητικός:''' <b class="num">1)</b> одерживающий верх (περὶ ἀγωνίαν Plat.);<br /><b class="num">2)</b> овладевающий (τοῦ λογιζομένου Plat.).
}}
{{elnl
|elnltext=κρατητικός -ή -όν [κρατέω] geschikt om te winnen.
}}
}}

Revision as of 10:00, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρᾰτητικός Medium diacritics: κρατητικός Low diacritics: κρατητικός Capitals: ΚΡΑΤΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: kratētikós Transliteration B: kratētikos Transliteration C: kratitikos Beta Code: krathtiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A fit for winning, νίκη κ. δύναμις Pl.Def.414a.    2 ruling, controlling, δύναμις κ. τῶν προνοουμένων Procl.Inst.121; κ. τῶν ὅλων Id.in Ti.1.69; αἱ κ. δυνάμεις, opp. αἱ ὑπουργικαί, Id.in Prm.p.736 S.    3 promoting retention (cf. κράτησις 11.3), συλλήψεως Aët.1.142.    4 Astrol., predominant, Vett. Val.333.5.

Greek (Liddell-Scott)

κρᾰτητικός: -ή, -όν, κατάλληλος πρὸς ἐπικράτησιν, Πλάτ. Ὅροι 414Α.

Greek Monolingual

κρατητικός, -ή, -όν (Α) κρατώ
1. ο ικανός να εξουσιάζει, να διοικεί, να κυριαρχεί
2. ο ικανός να επικρατεί, να νικά («νίκη δύναμις κρατητικὴ περὶ ἀγωνίαν», Πλάτ.)
3. ιατρ. αυτός που συντελεί σε παρεμπόδιση, αναχαιτιστικός, συγκρατητικός («κρατητικὸς συλλήψεως», Αέτ.).

Russian (Dvoretsky)

κρᾰτητικός: 1) одерживающий верх (περὶ ἀγωνίαν Plat.);
2) овладевающий (τοῦ λογιζομένου Plat.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κρατητικός -ή -όν [κρατέω] geschikt om te winnen.