κροκονητική: Difference between revisions
From LSJ
οἱ βάρβαροι γὰρ ἄνδρας ἡγοῦνται μόνους τοὺς πλεῖστα δυναμένους καταφαγεῖν καὶ πιεῖν → for great feeders and heavy drinkers are alone esteemed as men by the barbarians
(22) |
(nl) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κροκονητική]], ἡ (Α)<br />η [[τέχνη]] της κλώσης του υφαδιού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κρόκη]] (Ι) «[[υφάδι]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>νητική</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>νέω</i> [II] «[[κλώθω]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>στημονο</i>-<i>νητική</i>]. | |mltxt=[[κροκονητική]], ἡ (Α)<br />η [[τέχνη]] της κλώσης του υφαδιού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κρόκη]] (Ι) «[[υφάδι]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>νητική</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>νέω</i> [II] «[[κλώθω]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>στημονο</i>-<i>νητική</i>]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κροκονητική -ῆς, ἡ [κρόκη, νέω] de kunst van het spinnen van de inslagdraad. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:04, 31 December 2018
English (LSJ)
(sc. τέχνη), ἡ, (
A κρόκη 1.1) the art of spinning the woof, opp. στημονονητική, Pl.Plt.283a.
German (Pape)
[Seite 1512] ἡ, sc. τέχνη, die Kunst, den Faden des Einschlags zu spinnen, Plat. Polit. 282 e.
Greek Monolingual
κροκονητική, ἡ (Α)
η τέχνη της κλώσης του υφαδιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρόκη (Ι) «υφάδι» + -νητική (< νέω [II] «κλώθω»), πρβλ. στημονο-νητική].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κροκονητική -ῆς, ἡ [κρόκη, νέω] de kunst van het spinnen van de inslagdraad.