σαγηνεύς: Difference between revisions

From LSJ

Ὅμοια πόρνη δάκρυα καὶ ῥήτωρ ἔχει → Lacrumae oratori eaedem ac meretrici cadunt → Von Dirne und von Redner sind die Tränen gleich

Menander, Monostichoi, 426
(4)
(nl)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''σᾰγηνεύς:''' έως Plut., Anth. и σᾰγηνευτήρ, ῆρος ὁ Anth. = [[σαγηνευτής]].
|elrutext='''σᾰγηνεύς:''' έως Plut., Anth. и σᾰγηνευτήρ, ῆρος ὁ Anth. = [[σαγηνευτής]].
}}
{{elnl
|elnltext=σαγηνεύς -έως, ὁ [σαγηνεύω] sleepnetvisser.
}}
}}

Revision as of 10:12, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σᾰγηνεύς Medium diacritics: σαγηνεύς Low diacritics: σαγηνεύς Capitals: ΣΑΓΗΝΕΥΣ
Transliteration A: sagēneús Transliteration B: sagēneus Transliteration C: sagineys Beta Code: saghneu/s

English (LSJ)

έως, ὁ,= sq., D.S.9.3, AP7.276 (Hegesipp.), 295 (Leon.), Plu.Pomp.73; gen. sg. written

   A σαγινέος MAMA3.411 (Corycus).

German (Pape)

[Seite 857] ὁ, = Folgdm; Leon. Tar. 91 (VII, 295); Plut. Pomp. 73.

Greek (Liddell-Scott)

σᾰγηνεύς: έως, ἡ, = τῷ ἑπομ., Ἀνθ. Π. 7. 276, 295, Πλουτ. Πομπ. 73.

French (Bailly abrégé)

έως (ὁ) :
pêcheur à la seine.
Étymologie: σαγηνεύω.

Greek Monolingual

-έως, ὁ, Α
αυτός που αλιεύει με το δίχτυ σαγήνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. του ρ. σαγηνεύω.

Greek Monotonic

σᾰγηνεύς: -έως, ἡ, = το επόμ., σε Ανθ., Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

σᾰγηνεύς: έως Plut., Anth. и σᾰγηνευτήρ, ῆρος ὁ Anth. = σαγηνευτής.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σαγηνεύς -έως, ὁ [σαγηνεύω] sleepnetvisser.