συγκεντέω: Difference between revisions
τὸ ἐμόν γ' ἐμοὶ λέγεις ὄναρ → you are telling me what I know already, you are telling me my own dream
(6) |
(nl) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''συγκεντέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, κεντώ, [[κεντρίζω]] από κοινού, [[σουβλίζω]], [[τρυπώ]] συγχρόνως, Λατ. [[telis]] confodere, σε Ηρόδ. — Παθ. <i>ἔμελλε συγκεντήσεσθαι</i>, στον ίδ. | |lsmtext='''συγκεντέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, κεντώ, [[κεντρίζω]] από κοινού, [[σουβλίζω]], [[τρυπώ]] συγχρόνως, Λατ. [[telis]] confodere, σε Ηρόδ. — Παθ. <i>ἔμελλε συγκεντήσεσθαι</i>, στον ίδ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=συγ-κεντέω overhoop steken. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:16, 31 December 2018
English (LSJ)
A pierce together, stab at once, Hdt.3.77, Plb.4.22.11, LXX 2 Ma.12.23:—Pass., ἔμελλε συγκεντηθήσεσθαι Hdt.6.29; cf. συνακοντίζω.
German (Pape)
[Seite 967] zusammenstechen, niederstechen; Her. 3, 77; ἔμελλε συγκεντηθήσεσθαι, 6, 29; Pol. 4, 22, 11 u. öfter.
Greek (Liddell-Scott)
συγκεντέω: κεντῶ ὁμοῦ, διατρυπῶ συγχρόνως, Λατ. telis confodere, Ἡρόδ. 3. 77, Πολύβ. 4. 22, 11, κτλ.· ― Παθ. ἔμελλε συγκεντηθήσεσθαι Ἡρόδ 6, 29· πρβλ. συνακοντίζω.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
piquer ou percer avec ou en même temps.
Étymologie: σύν, κεντέω.
Greek Monotonic
συγκεντέω: μέλ. -ήσω, κεντώ, κεντρίζω από κοινού, σουβλίζω, τρυπώ συγχρόνως, Λατ. telis confodere, σε Ηρόδ. — Παθ. ἔμελλε συγκεντήσεσθαι, στον ίδ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συγ-κεντέω overhoop steken.