κατεστράφατο: Difference between revisions
From LSJ
ὡς οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → since unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills
(5) |
(nl) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κατεστράφατο:''' Ιων. γʹ πληθ. Παθ. υπερσ. του [[καταστρέφω]]. | |lsmtext='''κατεστράφατο:''' Ιων. γʹ πληθ. Παθ. υπερσ. του [[καταστρέφω]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κατεστράφατο Ion. indic. plqperf. med. 3 plur. van καταστρέφω. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:20, 31 December 2018
English (LSJ)
A v. καταστρέφω. κατέσχεθον, v. κατέχω.
Greek (Liddell-Scott)
κατεστράφατο: ἴδε ἐν λ. καταστρέφω
French (Bailly abrégé)
3ᵉ pl. pqp. Pass. ion. de καταστρέφω.
Greek Monotonic
κατεστράφατο: Ιων. γʹ πληθ. Παθ. υπερσ. του καταστρέφω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατεστράφατο Ion. indic. plqperf. med. 3 plur. van καταστρέφω.