κοινεών: Difference between revisions

From LSJ

κορυδός ἐν ἀμούσοις φθέγγεται → a lark sings amid the songless | in the land of the blind, the one-eyed man is king | in the country of the blind, the one-eyed man is king | in the valley of the blind, the one-eyed man is king

Source
(21)
(nl)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κοινεών]], ὁ (Α)<br />ο [[κοινωνός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αμάρτυρο <i>κοιν</i>-<i>άνων</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κοινός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ᾱων</i>, <b>[[πρβλ]].</b> <i>διδυμ</i>-<i>άων</i>, <i>ξυν</i>-<i>άων</i>). Η κατάλ. -<i>εών</i> [[είναι]] η ιωνική-αττική [[μορφή]] της ομηρικής -<i>ᾱων</i>. Στη δωρική διάλεκτο η κατάλ. πήρε τη [[μορφή]] -<i>ᾱν</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>κοιν</i>-<i>άν</i>) και στην αττική τη [[μορφή]] -<i>ών</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[κοινών]])].
|mltxt=[[κοινεών]], ὁ (Α)<br />ο [[κοινωνός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αμάρτυρο <i>κοιν</i>-<i>άνων</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κοινός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ᾱων</i>, <b>[[πρβλ]].</b> <i>διδυμ</i>-<i>άων</i>, <i>ξυν</i>-<i>άων</i>). Η κατάλ. -<i>εών</i> [[είναι]] η ιωνική-αττική [[μορφή]] της ομηρικής -<i>ᾱων</i>. Στη δωρική διάλεκτο η κατάλ. πήρε τη [[μορφή]] -<i>ᾱν</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>κοιν</i>-<i>άν</i>) και στην αττική τη [[μορφή]] -<i>ών</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[κοινών]])].
}}
{{elnl
|elnltext=κοινεών -ῶνος, ὁ [κοινός] partner:. τέκνου... κοινεών gemeenschappelijke vader Eur. HF 149.
}}
}}

Revision as of 10:32, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοινεών Medium diacritics: κοινεών Low diacritics: κοινεών Capitals: ΚΟΙΝΕΩΝ
Transliteration A: koineṓn Transliteration B: koineōn Transliteration C: koineon Beta Code: koinew/n

English (LSJ)

ῶνος, ὁ,

   A = κοινωνός, prob. in E.HF149, 340.

German (Pape)

[Seite 1467] ῶνος, ὁ, = κοινωνός, zw., s. Herm. zu Eur. Herc. Fur. 320.

Greek Monolingual

κοινεών, ὁ (Α)
ο κοινωνός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο κοιν-άνων (< κοινός + κατάλ. -ᾱων, πρβλ. διδυμ-άων, ξυν-άων). Η κατάλ. -εών είναι η ιωνική-αττική μορφή της ομηρικής -ᾱων. Στη δωρική διάλεκτο η κατάλ. πήρε τη μορφή -ᾱν (πρβλ. κοιν-άν) και στην αττική τη μορφή -ών (πρβλ. κοινών)].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κοινεών -ῶνος, ὁ [κοινός] partner:. τέκνου... κοινεών gemeenschappelijke vader Eur. HF 149.