καταειμένος: Difference between revisions

From LSJ

Ὕβρις κακὸν μέγιστον ἀνθρώποις ἔφυ → Malum est hominibus maximum insolentia → Das größte Übel ist für Menschen Übermut

Menander, Monostichoi, 517
(5)
(nl)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καταειμένος:''' -η, -ον, Παθ. μτχ. του <i>κατα-[[έννυμι]]</i>.
|lsmtext='''καταειμένος:''' -η, -ον, Παθ. μτχ. του <i>κατα-[[έννυμι]]</i>.
}}
{{elnl
|elnltext=καταειμένος ptc. perf. pass. van καταέννυμι.
}}
}}

Revision as of 10:32, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταειμένος Medium diacritics: καταειμένος Low diacritics: καταειμένος Capitals: ΚΑΤΑΕΙΜΕΝΟΣ
Transliteration A: kataeiménos Transliteration B: kataeimenos Transliteration C: kataeimenos Beta Code: kataeime/nos

English (LSJ)

η, ον, pf. part. Pass.,    1 of καταέννυμι, Od.13.351.    2 of καθίημι, hanging down over, A.R.1.939, 3.830.

Greek (Liddell-Scott)

καταειμένος: -η, -ον, μετοχ. παθ. πρκμ., 1) τοῦ καταέννυμι, Ὀδ. Ν. 351. 2) τοῦ καθίημι, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 830.

French (Bailly abrégé)

part. pf. Pass. de καταέννυμι.

English (Autenrieth)

see καταέννῦμι.

Greek Monotonic

καταειμένος: -η, -ον, Παθ. μτχ. του κατα-έννυμι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καταειμένος ptc. perf. pass. van καταέννυμι.