καυτήρ: Difference between revisions

From LSJ

Ὀργὴ φιλούντων ὀλίγον ἰσχύει χρόνον → Amantis ira ferre aetatem non potest → Der Zorn von Liebenden hat Macht nur kurze Zeit

Menander, Monostichoi, 410
(5)
(nl)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καυτήρ:''' -ῆρος, ὁ ([[καίω]]), αυτός που καίει, σε Πίνδ.
|lsmtext='''καυτήρ:''' -ῆρος, ὁ ([[καίω]]), αυτός που καίει, σε Πίνδ.
}}
{{elnl
|elnltext=καυτήρ -ῆρος, ὁ [κάω] verbrander. brandmerk.
}}
}}

Revision as of 10:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καυτήρ Medium diacritics: καυτήρ Low diacritics: καυτήρ Capitals: ΚΑΥΤΗΡ
Transliteration A: kautḗr Transliteration B: kautēr Transliteration C: kaftir Beta Code: kauth/r

English (LSJ)

ῆρος, ὁ,

   A burner, ταύρῳ χαλκέῳ, of Phalaris, Pi.P.1.95.    II v. καυστήρ.    III = καυτήριον 11, Luc.Pisc.46, Jul.Caes.309c.

German (Pape)

[Seite 1408] ῆρος, ὁ, der Verbrenner; ταύρῳ χαλκέῳ, vom Phalaris, Pind. P. 1, 95; – das Brenneisen, χάλκεος, Hippocr.; zum Brandmarken, Luc. pisc. 46; Plut. – Sp. auch = das Brandmal.

Greek (Liddell-Scott)

καυτήρ: ῆρος, ὁ, ὁ καίων, Πινδ. Π. 1. 185. ΙΙ ὡς τὸ καυτήριον, πεπυρωμένος σίδηρος, δι’ οὖ οἱ ἰατροὶ καυτηριάζουσι τὰ νοσοῦντα μέρη τοῦ σώματος, Ἱππ. 894Α, Γαλην., Γλωσσ.

French (Bailly abrégé)

ῆρος (ὁ) :
I. 1 brûleur, celui qui fait brûler;
2 fer brûlant pour cautériser ou marquer;
II. marque de brûlure, cautérisation, cicatrice.
Étymologie: καίω.

English (Slater)

καυτήρ
   1 that burns τὸν δὲ ταύρῳ χαλκέῳ καυτῆρα νηλέα νόον Φάλαριν (P. 1.95)

Greek Monotonic

καυτήρ: -ῆρος, ὁ (καίω), αυτός που καίει, σε Πίνδ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καυτήρ -ῆρος, ὁ [κάω] verbrander. brandmerk.