κερτομία: Difference between revisions

From LSJ

Ἀνάπαυσίς ἐστι τῶν κακῶν ἀπραξία → Mali est levamen esse sine negotio → Erleichterung vom Unglück bringt Untätigkeit

Menander, Monostichoi, 644
(5)
(nl)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κερτομία:''' ἡ, = το προηγ.· στον πληθ., <i>κερτομίας ἤδ' αἴσυλα μυθήσασθαι</i>, σε Ομήρ. Ιλ.· κερτομίας καὶ χεῖρας [[ἀφέξω]], σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''κερτομία:''' ἡ, = το προηγ.· στον πληθ., <i>κερτομίας ἤδ' αἴσυλα μυθήσασθαι</i>, σε Ομήρ. Ιλ.· κερτομίας καὶ χεῖρας [[ἀφέξω]], σε Ομήρ. Οδ.
}}
{{elnl
|elnltext=κερτομία -ας, ἡ [κερτομέω] meestal plur. bespotting.
}}
}}

Revision as of 10:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κερτομία Medium diacritics: κερτομία Low diacritics: κερτομία Capitals: ΚΕΡΤΟΜΙΑ
Transliteration A: kertomía Transliteration B: kertomia Transliteration C: kertomia Beta Code: kertomi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A mockery, in pl., κερτομίας ἠδ' αἴσυλα μυθήσασθαι Il.20.202, 433; κερτομίας καὶ χεῖρας ἀφέξω Od.20.263.

German (Pape)

[Seite 1425] ἡ, Schmähung, Spott, Hom. im plur., κερτομίας ἠδ' αἴσυλα μυθήσασθαι Il. 20, 201. 433, κερτομίας καὶ χεῖρας ἀφέξω Od. 20, 263.

Greek (Liddell-Scott)

κερτομία: ἡ, = τῷ προηγ., ἐν τῷ πληθ. κερτομίας ἤδ’ αἴσυλα μυθήσασθαι Ἰλ. Υ. 202, 433· κερτομίας καὶ χεῖρας ἀφέξω Ὀδ. Υ. 263.

Greek Monolingual

κερτομία, ἡ (Α) κέρτομος
κερτόμησις, σκώμμα, χλευασμός («κερτομίας καί χεῑρας ἀφέξω», Ομ. Οδ.).

Greek Monotonic

κερτομία: ἡ, = το προηγ.· στον πληθ., κερτομίας ἤδ' αἴσυλα μυθήσασθαι, σε Ομήρ. Ιλ.· κερτομίας καὶ χεῖρας ἀφέξω, σε Ομήρ. Οδ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κερτομία -ας, ἡ [κερτομέω] meestal plur. bespotting.