συστάς: Difference between revisions
Δοὺς τῇ τύχῃ τὸ μικρὸν ἐκλήψῃ μέγα → Dans parva sorti recipies, quae magna sunt → Es zahlt das Glück dir kleinen Einsatz groß zurück
(4b) |
(nl) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''συστάς:''' άδος (ᾰδ) ἡ группа или шпалера (τῶν [[ἀμπέλων]] Arst.).<br />ᾶσα, άν part. aor. 2 к [[συνίστημι]]. | |elrutext='''συστάς:''' άδος (ᾰδ) ἡ группа или шпалера (τῶν [[ἀμπέλων]] Arst.).<br />ᾶσα, άν part. aor. 2 к [[συνίστημι]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=συστάς -άδος f. [συνίστημι] dicht bijeen staand; subst.. ἃς καλοῦσιν τῶν ἀμπέλων συστάδας die wijnstokken die ze ‘de dicht bij elkaar geplante’ noemen Aristot. Pol. 1330b29. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:44, 31 December 2018
English (LSJ)
άδος [ᾰ], ἡ,
A standing together, τῶν ἀμπέλων συστάδες vines planted closely (not in exact rows, στοιχάδες), Arist.Pol.1330b29; = εἰκῇ πεφυτευμένη, Hsch. s.v. ξυστάδες, cf. eund. s.v. παστάδες, Eust.1524.33; ξυστὰς ἡ ἀμπελόφυτος γῆ Poll.7.146. 2 συστάδες θαλάσσης, ὀμβρίων ὑδάτων, cisterns, reservoirs, Str.16.4.13,14.
German (Pape)
[Seite 1044] άδος, ἡ, dicht zusammenstehend; συστάδες ἀμπέλων, in Vierecken gepflanzte Weinstöcke, vites compluviatae, Schneider Arist. pol. 7, 11; nach Andern solche, die in sich durchkreuzenden Reihen, in quincuncem gepflanzt sind; vgl. Poll. 6, 159; – συστάδες θαλάσσης, ὀμβρίων, Pfützen vom zusammengelaufenen, stehenden Meer- oder Regenwasser, Strab. XVI p. 773.
Greek (Liddell-Scott)
συστάς: άδος [ᾰ], ἡ, ἡ ὁμοῦ ἱσταμένη, αἱ συστάδες τῶν ἀμπέλων, ἄμπελοι πεφυτευμέναι πλησίον ἀλλήλων (οὐχὶ εἰς σειράς, στοιχάδες), Ἀριστ. Πολιτ. 7. 11, 6. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ξυστάδες· αἱ πυκναὶ ἄμπελοι. ἄμεινον δὲ τὰς εἰκῇ καὶ μὴ κατὰ στοῖχον πεφυτευμένας ἀκούειν», Πολυδ. Ζ΄, 146, Εὐστ. 1524. 33. 3) συστάδες θαλάσσης, ὀμβρίων ὑδάτων, δεξαμεναί, Στράβ. 773.
French (Bailly abrégé)
ᾶσα, άν;
part. ao.2 de συνίστημι.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
συστάς: -άδος[ᾰ], ἡ (συστῆναι), αυτή που στέκεται μαζί, δίπλα-δίπλα σε κάτι άλλο, αυτή που έχει φυτευθεί δίπλα-δίπλα σε άλλο όμοιο φυτό, σε Αριστ.
Russian (Dvoretsky)
συστάς: άδος (ᾰδ) ἡ группа или шпалера (τῶν ἀμπέλων Arst.).
ᾶσα, άν part. aor. 2 к συνίστημι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συστάς -άδος f. [συνίστημι] dicht bijeen staand; subst.. ἃς καλοῦσιν τῶν ἀμπέλων συστάδας die wijnstokken die ze ‘de dicht bij elkaar geplante’ noemen Aristot. Pol. 1330b29.