κανηφορία: Difference between revisions
Ὡς τῶν ἐχόντων πάντες ἄνθρωποι φίλοι → Opulento amicos, quos volunt, omnes habent → Wie sehr sind doch den Reichen alle Menschen Freund
(2b) |
(nl) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''κᾰνηφορία:''' ἡ культ. ношение священных корзин Plat. | |elrutext='''κᾰνηφορία:''' ἡ культ. ношение священных корзин Plat. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κανηφορία -ας, ἡ [κανηφόρος] relig. functie van manddraagster. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:44, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A office of κανηφόρος, Pl.Hipparch.229c.
German (Pape)
[Seite 1320] ἡ, das Korbtragen, Plat. Hipparch. 229 c.
Greek (Liddell-Scott)
κᾰνηφορία: ἡ, τὸ φέρειν τὸ ἱερὸν κάνιστρον, ὅπερ ἦν ἔργον τῶν κανηφόρων, Πλάτ. Ἵππαρχ. 229C.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 action de porter (sur sa tête) les corbeilles sacrées;
2 charge de κανηφόρος.
Étymologie: κανηφόρος.
Greek Monolingual
κανηφορία, ἡ (Α) κανηφορώ
η μεταφορά, πάνω στο κεφάλι, τών ιερών κανίστρων σε εορταστική πομπή από τις κανηφόρους, το έργο τών κανηφόρων παρθένων.
Greek Monotonic
κᾰνηφορία: ἡ, το αξίωμα, το έργο του κανηφόρου, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
κᾰνηφορία: ἡ культ. ношение священных корзин Plat.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κανηφορία -ας, ἡ [κανηφόρος] relig. functie van manddraagster.