συντερετίζω: Difference between revisions

From LSJ

γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → silence for all women is an ornament (Menander)

Source
(6)
(nl)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συντερετίζω:''' [[παίζω]] τον αυλό μαζί με άλλους, με [[συνοδεία]] άλλων αυλητών, σε Θεόφρ.
|lsmtext='''συντερετίζω:''' [[παίζω]] τον αυλό μαζί με άλλους, με [[συνοδεία]] άλλων αυλητών, σε Θεόφρ.
}}
{{elnl
|elnltext=συντερετίζω [σύν, τερετίζω] mee neuriën. Thphr. Char. 19.10.
}}
}}

Revision as of 11:04, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συντερετίζω Medium diacritics: συντερετίζω Low diacritics: συντερετίζω Capitals: ΣΥΝΤΕΡΕΤΙΖΩ
Transliteration A: synteretízō Transliteration B: synteretizō Transliteration C: synteretizo Beta Code: suntereti/zw

English (LSJ)

   A whistle an accompaniment, Thphr.Char.19.10.

Greek (Liddell-Scott)

συντερετίζω: ὁμοῦ τερετίζω, αὐλούμενος… συντερετίζειν Θεοφρ. Χαρ. 21, Schneid.

French (Bailly abrégé)

accompagner en fredonnant.
Étymologie: σύν, τερετίζω.

Greek Monolingual

Α
τερετίζω συγχρόνως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + τερετίζω «κελαηδώ, τιτιβίζω»].

Greek Monotonic

συντερετίζω: παίζω τον αυλό μαζί με άλλους, με συνοδεία άλλων αυλητών, σε Θεόφρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συντερετίζω [σύν, τερετίζω] mee neuriën. Thphr. Char. 19.10.