στερεόφρων: Difference between revisions
From LSJ
Δοῦλος γεγονὼς ἑτέρῳ <γε> δουλεύειν φοβοῦ → Servire in servitute servo alii time → Als Sklave wolle keinem Sklaven Sklave sein
(6) |
(nl) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''στερεόφρων:''' -ονος, ὁ, ἡ ([[φρήν]]), [[ισχυρογνώμων]], [[πεισματάρης]], [[ξεροκέφαλος]], σε Σοφ. | |lsmtext='''στερεόφρων:''' -ονος, ὁ, ἡ ([[φρήν]]), [[ισχυρογνώμων]], [[πεισματάρης]], [[ξεροκέφαλος]], σε Σοφ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=στερεόφρων -ον, gen. -ονος [στερεός, φρήν] met onbuigzaam karakter. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:12, 31 December 2018
English (LSJ)
ονος, ὁ, ἡ, (φρήν)
A stubborn-hearted, S.Aj.926 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 937] ον, hartes, festes Sinnes, Soph. Ai. 909.
Greek (Liddell-Scott)
στερεόφρων: -ονος, ὁ, ἡ, (φρὴν) ὁ ἔχων στερεάν, ἰσχυρογνώμονα διάθεσιν, ἰσχυρογνώμων, Σοφ. Αἴ. 926.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
au caractère rigide.
Étymologie: στερεός, φρήν.
Greek Monolingual
-ονος, ὁ, ἡ, Α
ισχυρογνώμονας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερεός + -φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. ματαιό-φρων].
Greek Monotonic
στερεόφρων: -ονος, ὁ, ἡ (φρήν), ισχυρογνώμων, πεισματάρης, ξεροκέφαλος, σε Σοφ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
στερεόφρων -ον, gen. -ονος [στερεός, φρήν] met onbuigzaam karakter.