δέννος: Difference between revisions
μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)
(3) |
(nl) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''δέννος:''' ὁ, [[κακολογία]], [[λοιδορία]], ύβρη, σε Ηρόδ. | |lsmtext='''δέννος:''' ὁ, [[κακολογία]], [[λοιδορία]], ύβρη, σε Ηρόδ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=δέννος -ου, ὁ belediging. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:16, 31 December 2018
English (LSJ)
ὁ,
A reproach, prob. in Archil.65 (pl.), Hdt.9.107, Lyc.777 (pl.), Herod.7.104. II δεννόν· κακολόγον, Hsch.
German (Pape)
[Seite 546] (δεινός?), ὁ, Beschimpfung, Schande, Her. 9, 107 u. sp. D., wie Lyc. 777.
Greek (Liddell-Scott)
δέννος: ὁ, λοιδωρία, κακολογία, ὕβρις, Ἡρόδ. 9. 107, Λυκ. 777.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
reproche outrageant, outrage.
Étymologie: DELG pas d’étym.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ ultraje Archil.179.2, γυναικὸς κακίω ἀκοῦσαι δ. μέγιστός ἐστι oír que uno es peor que una mujer es el máximo ultraje Hdt.9.107, δέννοις κολασθείς Lyc.777, cf. Herod.7.104.
• Etimología: Etim. oscura, prob. c. geminación expresiva.
Greek Monolingual
δέννος, ο (Α)
ψόγος, κατηγορία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ., με εκφραστικό διπλασιασμό του -ν-].
Greek Monotonic
δέννος: ὁ, κακολογία, λοιδορία, ύβρη, σε Ηρόδ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δέννος -ου, ὁ belediging.