κατατρύω: Difference between revisions
οὐκ ἂν λάβοις παρὰ τοῦ μὴ ἔχοντος → you can't take from one who doesn't have, you can't squeeze blood out of a turnip, you can't get blood out of a turnip, you can't get blood from a stone, you can't get blood out of a stone
(5) |
(2b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κατατρύω:''' = το προηγ. — Παθ., απαρ. παρακ. <i>κατατετρῦσθαι</i>, σε Ξεν. | |lsmtext='''κατατρύω:''' = το προηγ. — Παθ., απαρ. παρακ. <i>κατατετρῦσθαι</i>, σε Ξεν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κατατρύω:''' изнурять, утомлять (τὸ κατατετρῦσθαι ὑπὸ τῆς πορείας Xen.). | |||
}} | }} |
Revision as of 11:16, 31 December 2018
English (LSJ)
= foreg., in Med.,
A κατατρύσαιο δὲ γυῖα Nic.Al.593:— Pass., pf. inf. -τετρῦσθαι prob.l.in X.Cyr.5.4.6.
Greek (Liddell-Scott)
κατατρύω: τῷ προηγ., ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, κατατρύσαιο δὲ γυῖα Νικ. Ἀλεξ. 606· ὁ Σχολ. «κατισχνῶσαι τὰ μέλη, ἐξαντλῆσαι»·- ἐν Ξεν. Κύρ. 5. 4, 6: παθ. πρκμ., ἦσαν μάλα πιεζόμενοι διὰ τὸ κατατετρῦσθαι ὑπὸ τῆς πορείας, ἐκ διορθώσεως τοῦ Ἑρρ Στεφ., ὁ δὲ Σνεΐδερος οὐχὶ ἀπιθάνως εἴκασε, κατατετάσθαι.
French (Bailly abrégé)
c. κατατρύχω.
Greek Monolingual
κατατρύω (Α)
1. μέσ. κατατρύομαι
κατατρύχω, εξαντλώ, αδυνατίζω
2. παθ. εξαντλούμαι από κάτι («κατατετρῡσθαι ὑπὸ τῆς πορείας», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + τρύω «εξαντλώ, βασανίζω»].
Greek Monotonic
κατατρύω: = το προηγ. — Παθ., απαρ. παρακ. κατατετρῦσθαι, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
κατατρύω: изнурять, утомлять (τὸ κατατετρῦσθαι ὑπὸ τῆς πορείας Xen.).