ἀεθλοφόρος: Difference between revisions

From LSJ

ἔτυχες εἰς τὴν μάχην ὑπὸ τοῦ στρατηγοῦ πεμφθεὶς → you happened to be sent into the battle by the general

Source
(2)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀεθλοφόρος:''' -ον, Επικ. και Ιων. αντί [[ἀθλοφόρος]].
|lsmtext='''ἀεθλοφόρος:''' -ον, Επικ. και Ιων. αντί [[ἀθλοφόρος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀεθλοφόρος:''' ион. = [[ἀθλοφόρος]].
}}
}}

Revision as of 11:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀεθλοφόρος Medium diacritics: ἀεθλοφόρος Low diacritics: αεθλοφόρος Capitals: ΑΕΘΛΟΦΟΡΟΣ
Transliteration A: aethlophóros Transliteration B: aethlophoros Transliteration C: aethloforos Beta Code: a)eqlofo/ros

English (LSJ)

ον, Ep. and Lyr. for ἀθλοφόρος.

German (Pape)

[Seite 38] den Kampfpreis davon tragend, ἵππος, ἵπποι Il. 22, 22. 168, wie H. h. Cer. 110; Ibyc. 2; Leont. 11 (I X, 650); der Sieger, Her. 1, 31; auch Pind. N. 6, 24; λῆμα 3, 79.

Greek (Liddell-Scott)

ἀεθλοφόρος: -ον, Ἐπ. καὶ Ἰων. ἀντὶ τοῦ ἀθλοφόρος.

French (Bailly abrégé)

ion. c. ἀθλοφόρος.

English (Autenrieth)

prize-winning; only of horses.

English (Slater)

ἀεθλοφόρος (αε-, ᾰε̄-.)
   1 prize-winning ἀεθλοφόροις ἀνδράσιν (O. 7.7) ἀεθλοφόρου λήματος ἕνεκεν (N. 3.83) as subs., ἐπεί οἱ τρεῖς ἀεθλοφόροι πρὸς ἄκρον ἀρετᾶς ἦλθον (N. 6.23)

Greek Monotonic

ἀεθλοφόρος: -ον, Επικ. και Ιων. αντί ἀθλοφόρος.

Russian (Dvoretsky)

ἀεθλοφόρος: ион. = ἀθλοφόρος.