κρεοκοπέω: Difference between revisions
From LSJ
Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)
(5) |
(nl) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κρεοκοπέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[κόβω]] σε κομμάτια, σε Αισχύλ., Ευρ. | |lsmtext='''κρεοκοπέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[κόβω]] σε κομμάτια, σε Αισχύλ., Ευρ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κρεοκοπέω [κρεοκόπος] fijn hakken. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:24, 31 December 2018
English (LSJ)
A cut up like meat: hence, hack in pieces, κ. δυστήνων μέλη A.Pers.463; μέλη ξένων E.Cyc.359 (lyr.).
Greek (Liddell-Scott)
κρεοκοπέω: κόπτω εἰς τεμάχια τὰ κρέατα, κρεουργῶ, κρ. δυστήνων μέλη Αἰσχύλ. Πέρσ. 463· μέλη ξένων Εὐρ. Κύκλ. 359· ― ἴδε ἐν λέξ. κρεω-.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
couper de la chair ou de la viande en morceaux, dépecer.
Étymologie: κρεοκόπος.
Greek Monotonic
κρεοκοπέω: μέλ. -ήσω, κόβω σε κομμάτια, σε Αισχύλ., Ευρ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κρεοκοπέω [κρεοκόπος] fijn hakken.