πομφολύζω: Difference between revisions

From LSJ

Φιλεῖ δ' ἑαυτοῦ πλεῖον οὐδεὶς οὐδένα → Haud ullus alii quam sibi est amicior → Es liebt ja keiner einen andern mehr als sich

Menander, Monostichoi, 528
(6)
(4)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πομφολύζω:''' μέλ. <i>-ξω</i>, [[αναβλύζω]], [[αναπηδώ]], σε Πίνδ.
|lsmtext='''πομφολύζω:''' μέλ. <i>-ξω</i>, [[αναβλύζω]], [[αναπηδώ]], σε Πίνδ.
}}
{{elru
|elrutext='''πομφολύζω:''' (о слезах) выступать, закипать: πομφόλυξαν δάκρυα ἐκ γλεφάρων Pind. слезы брызнули из глаз.
}}
}}

Revision as of 11:24, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πομφολύζω Medium diacritics: πομφολύζω Low diacritics: πομφολύζω Capitals: ΠΟΜΦΟΛΥΖΩ
Transliteration A: pompholýzō Transliteration B: pompholyzō Transliteration C: pomfolyzo Beta Code: pomfolu/zw

English (LSJ)

or πομφολῠγ-ύσσω,

   A bubble or boil up, πομφόλυζαν δάκρυα tears gushed forth, Pi.P.4.121.

German (Pape)

[Seite 679] mit Blasen aufquellen, hervorsprudeln, Pind. von Thränen, πομφόλυξαν δάκρυα ἐκ γλεφάρων, P. 4, 121.

Greek (Liddell-Scott)

πομφολύζω: ἢ -ύσσω, ἀναβλύζω ὡς πομφόλυγας, δάκρυα πομφόλυξαν, ἀνέβλυσαν, ἐξέρρευσαν, Πινδ. Π. 4. 215.

French (Bailly abrégé)

s’échapper en bouillonnant comme des bulles.
Étymologie: πομφόλυξ.

English (Slater)

πομφολύζω
   1 well up ἐκ δ' ἄῤ αὐτοῦ πομφόλυξαν δάκρυα γηραλέων γλεφάρων (P. 4.121)

Greek Monolingual

ἡ πομφολύσσω Α
παφλάζω, βγάζω πομφόλυγες, αναβράζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. πομφολύζω / πομφολύσσω παρουσιάζει παρλλ. σχηματισμό με το ουσ. πομφόλυξ, -υγος (πρβλ. μορμώ: μορμολύττομαι)].

Greek Monotonic

πομφολύζω: μέλ. -ξω, αναβλύζω, αναπηδώ, σε Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

πομφολύζω: (о слезах) выступать, закипать: πομφόλυξαν δάκρυα ἐκ γλεφάρων Pind. слезы брызнули из глаз.