ἐπεισδύω: Difference between revisions
From LSJ
ὥστε ὁ βίος, ὢν καὶ νῦν χαλεπός, εἰς τὸν χρόνον ἐκεῖνον ἀβίωτος γίγνοιτ' ἂν τὸ παράπαν → and so life, which is hard enough now, would then become absolutely unendurable
(13) |
(2) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐπεισδύω]] και [[ἐπεισδύνω]] (Α) [[εισδύω]]<br />[[εισδύω]] [[κάπου]] [[απαρατήρητος]] («λανθάνει γὰρ ἐπεισδύουσα ή [[παράβασις]]», <b>Αριστοφ.</b>). | |mltxt=[[ἐπεισδύω]] και [[ἐπεισδύνω]] (Α) [[εισδύω]]<br />[[εισδύω]] [[κάπου]] [[απαρατήρητος]] («λανθάνει γὰρ ἐπεισδύουσα ή [[παράβασις]]», <b>Αριστοφ.</b>). | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπεισδύω:''' проскальзывать (внутрь), проникать (ἡ ἐπεισδύουσα [[παρέκβασις]] Arst.). | |||
}} | }} |
Revision as of 11:24, 31 December 2018
German (Pape)
[Seite 911] (s. δύω), intr. ἐπεισδύουσαι, unvermerkt eindringen, Arist. polit. 5, 8, Bekk., v. l. παραδυομένη.
Greek Monolingual
ἐπεισδύω και ἐπεισδύνω (Α) εισδύω
εισδύω κάπου απαρατήρητος («λανθάνει γὰρ ἐπεισδύουσα ή παράβασις», Αριστοφ.).
Russian (Dvoretsky)
ἐπεισδύω: проскальзывать (внутрь), проникать (ἡ ἐπεισδύουσα παρέκβασις Arst.).