ὀψίγαμος: Difference between revisions

From LSJ

αὐτὸς γὰρ εὗρε τοῦ κακοῦ τὴν πιτύαν → he asked for trouble

Source
(30)
(3b)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ὀψίγαμος]], -η, -ον)<br />(ως επίθ. και ως ουσ.) παντρεμένος σε προχωρημένη [[ηλικία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὀψι</i>- (<b>βλ. λ.</b> <i>οψέ</i>) <span style="color: red;">+</span> [[γάμος]].
|mltxt=-η, -ο (Α [[ὀψίγαμος]], -η, -ον)<br />(ως επίθ. και ως ουσ.) παντρεμένος σε προχωρημένη [[ηλικία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὀψι</i>- (<b>βλ. λ.</b> <i>οψέ</i>) <span style="color: red;">+</span> [[γάμος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὀψίγᾰμος:''' ου (ῐ) adj. m и f поздно вступивший в брак Plut.
}}
}}

Revision as of 11:28, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀψῐγᾰμος Medium diacritics: ὀψίγαμος Low diacritics: οψίγαμος Capitals: ΟΨΙΓΑΜΟΣ
Transliteration A: opsígamos Transliteration B: opsigamos Transliteration C: opsigamos Beta Code: o)yi/gamos

English (LSJ)

ὁ, ἡ,

   A late-married, Vett.Val.118.23, prob. f.l. in Plu.2.493e.

German (Pape)

[Seite 432] spät heirathend, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ὀψίγᾰμος: ὁ, ἡ, ὁ ἀργά, ὀψίμως νυμφευθείς, εἰς γάμον ἐλθών, Πλούτ. 2. 493Ε.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ, ἡ)
marié tard.
Étymologie: ὀψέ, γάμος.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ὀψίγαμος, -η, -ον)
(ως επίθ. και ως ουσ.) παντρεμένος σε προχωρημένη ηλικία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀψι- (βλ. λ. οψέ) + γάμος.

Russian (Dvoretsky)

ὀψίγᾰμος: ου (ῐ) adj. m и f поздно вступивший в брак Plut.