μύρωμα: Difference between revisions

From LSJ

αὐτόματοι δ' ἀγαθοὶ ἀγαθῶν ἐπὶ δαῖτας ἴασι → automatically do the noble go to the feasts of the noble

Source
(26)
(3)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (ΑΜ [[μύρωμα]]) [[μυρώνω]]<br />η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[μυρώνω]], η [[επάλειψη]] με [[μύρο]]<br />(<b>νεοελλ.-μσν.</b>) <b>εκκλ.</b> η [[επάλειψη]] τών βαπτιζομένων με άγιο [[μύρο]] ή η [[σταυροειδής]] [[επίχριση]] του μετώπου τών χριστιανών με αγιασμένο [[έλαιο]] [[κατά]] την [[διάρκεια]] του ευχελαίου ή άλλων τελετών<br /><b>αρχ.</b><br />το [[υγρό]] που χρησιμοποιείται στη [[διαδικασία]] του μυρώματος, το [[μύρο]], το [[χρίσμα]].
|mltxt=το (ΑΜ [[μύρωμα]]) [[μυρώνω]]<br />η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[μυρώνω]], η [[επάλειψη]] με [[μύρο]]<br />(<b>νεοελλ.-μσν.</b>) <b>εκκλ.</b> η [[επάλειψη]] τών βαπτιζομένων με άγιο [[μύρο]] ή η [[σταυροειδής]] [[επίχριση]] του μετώπου τών χριστιανών με αγιασμένο [[έλαιο]] [[κατά]] την [[διάρκεια]] του ευχελαίου ή άλλων τελετών<br /><b>αρχ.</b><br />το [[υγρό]] που χρησιμοποιείται στη [[διαδικασία]] του μυρώματος, το [[μύρο]], το [[χρίσμα]].
}}
{{elru
|elrutext='''μύρωμα:''' ατος (ῠ) τό благовонная мазь Arph.
}}
}}

Revision as of 11:28, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῠρωμα Medium diacritics: μύρωμα Low diacritics: μύρωμα Capitals: ΜΥΡΩΜΑ
Transliteration A: mýrōma Transliteration B: myrōma Transliteration C: myroma Beta Code: mu/rwma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A ointment spread for use, Ar.Ec.1117, cf. Eust.1295.20.

German (Pape)

[Seite 222] τό, die aufgestrichene Salbe; μεμύρωμαι τὴν κεφαλὴν μυρώμασιν, Ar. Eccl. 1117; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μύρωμα: [ῠ], τό, χρησιμεῦον πρὸς μύρωσιν, Ἀλκαῖ. παρ’ Εὐστ. 1295, 20, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 1117.

Greek Monolingual

το (ΑΜ μύρωμα) μυρώνω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του μυρώνω, η επάλειψη με μύρο
(νεοελλ.-μσν.) εκκλ. η επάλειψη τών βαπτιζομένων με άγιο μύρο ή η σταυροειδής επίχριση του μετώπου τών χριστιανών με αγιασμένο έλαιο κατά την διάρκεια του ευχελαίου ή άλλων τελετών
αρχ.
το υγρό που χρησιμοποιείται στη διαδικασία του μυρώματος, το μύρο, το χρίσμα.

Russian (Dvoretsky)

μύρωμα: ατος (ῠ) τό благовонная мазь Arph.