κτιλόω: Difference between revisions
From LSJ
ὄρνιθι γὰρ καὶ τὴν τότ᾽ αἰσίῳ τύχην παρέσχες ἡμῖν → for it was by a good omen that you provided that past fortune to us
(5) |
(nl) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κτῐλόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, [[ημερώνω]] — Μέσ., ἐκτιλώσαντο [[τὰς]] λοιπὰς [[τῶν]] Ἀμαζόνων, τις εξημέρωσε, σε Ηρόδ. | |lsmtext='''κτῐλόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, [[ημερώνω]] — Μέσ., ἐκτιλώσαντο [[τὰς]] λοιπὰς [[τῶν]] Ἀμαζόνων, τις εξημέρωσε, σε Ηρόδ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κτιλόω [κτίλος] temmen, volgzaam maken. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:32, 31 December 2018
English (LSJ)
A tame, make tractable, in Med., ἐκτιλώσαντο τὰς λοιπὰς τῶν Ἀμαζόνων got them tamed, Hdt.4.113:—Pass., pf. part. ἐκτιλωμένος Paus.Gr.Fr.241.
German (Pape)
[Seite 1520] zahm machen, zähmen, kirren, VLL. – Med. sich befreunden, zu Willen machen, ἐκτιλώσαντο τὰς λοιπὰς τῶν Ἀμαζόνων Her. 4, 113.
Greek (Liddell-Scott)
κτῐλόω: ἡμερώνω· ― μέσ., ἐκτιλώσαντο τὰς λοιπὰς τῶν Ἀμαζόνων, ἐξημέρωσαν, Ἡρόδ. 4. 113
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
seul. ao. Moy. 3ᵉ pl. ἐκτιλώσαντο;
s’attacher, se concilier, acc..
Étymologie: κτίλος.
Greek Monotonic
κτῐλόω: μέλ. -ώσω, ημερώνω — Μέσ., ἐκτιλώσαντο τὰς λοιπὰς τῶν Ἀμαζόνων, τις εξημέρωσε, σε Ηρόδ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κτιλόω [κτίλος] temmen, volgzaam maken.