βουλήεις: Difference between revisions
From LSJ
(3) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''βουλήεις:''' -εσσα, -εν ([[βουλή]]), αυτός που έχει σωστή [[γνώμη]], [[συνετός]], σε Σόλωνα. | |lsmtext='''βουλήεις:''' -εσσα, -εν ([[βουλή]]), αυτός που έχει σωστή [[γνώμη]], [[συνετός]], σε Σόλωνα. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''βουλήεις:''' ήεσσα, ῆεν способный давать разумные советы, разумный, рассудительный ([[ἀνήρ]] Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 11:32, 31 December 2018
English (LSJ)
εσσα, εν,
A of good counsel, sage, Sol.33.1.
German (Pape)
[Seite 457] ἀνήρ, wohlberathen, klug, Solon bei Plut. Sol. 14.
Greek (Liddell-Scott)
βουλήεις: εσσα, εν, ὁ ἔχων καλὴν γνώμην, συνετός, Σόλων 25. 1.
French (Bailly abrégé)
ήεσσα, ῆεν;
de bon conseil, sage.
Étymologie: βουλή.
Spanish (DGE)
-εσσα, -εν sensato, ἀνήρ Sol.23.1.
Greek Monolingual
βουλήεις, -εσσα, -εν (Α) βουλή
αυτός που έχει ορθή κρίση, ο συνετός.
Greek Monotonic
βουλήεις: -εσσα, -εν (βουλή), αυτός που έχει σωστή γνώμη, συνετός, σε Σόλωνα.
Russian (Dvoretsky)
βουλήεις: ήεσσα, ῆεν способный давать разумные советы, разумный, рассудительный (ἀνήρ Plut.).