ὀχυρόω: Difference between revisions
αἱ δὲ χολωσάμεναι πηρὸν θέσαν → but they in their wrath maimed him, but they in their wrath made him helpless, but they in their wrath made him blind
(5) |
(3b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὀχῠρόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, [[καθιστώ]] σταθερό και ασφαλές, [[ενισχύω]], σε Πολύβ.· το Μέσ. ακριβώς όπως το Ενεργ., σε Ξεν. | |lsmtext='''ὀχῠρόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, [[καθιστώ]] σταθερό και ασφαλές, [[ενισχύω]], σε Πολύβ.· το Μέσ. ακριβώς όπως το Ενεργ., σε Ξεν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὀχῠρόω:''' тж. med.<br /><b class="num">1)</b> укреплять (τὰ πρόπυλα σιδηροῖς κλείθροις ὀχυροῦται Plat.; ὀ. τὴν πόλιν Polyb.; ὀ. τὰς πύλας Plut.);<br /><b class="num">2)</b> воен. обеспечивать (τὰ τείχη φύλαξιν Xen.). | |||
}} | }} |
Revision as of 11:39, 31 December 2018
English (LSJ)
A fortify, τοὺς λιμένας IG22.834.14 (iii B. C.); πόλιν Plb.14. 9.9, J.AJ12.7.7; τὰ στόματα τῶν ποταμῶν OGI90.25 (Rosetta, ii B. C.); τείχη LXX Je.28(51).53: metaph., τὸν τῆς εὐσεβείας λιμένα ib.4 Ma.13.7:—Med., in act. sense, X.Cyr.5.4.39, Plb.1.18.3:— Pass., τὰ πρόπυλα κλείθροις ὀχυροῦται Pl.Ax.371b, cf. OGI90.22 (Rosetta, ii B. C.); πρόθυρα τείχεσι . . ὠχύρωτο Arist.Mu.398a18. 2 ὠχυρωμένη besieged, LXX Jo.6.1. II metaph., confirm, τὸ λεγόμενον Phld.Rh.2.98 S. III constrain, τοὺς πονηρούς ib.148 S.
German (Pape)
[Seite 431] fest machen, befestigen; τὰ πρόπυλα σιδηροῖς κλείθροις, Plat. Ax. 371 b; u. med., ὀχυροῦσθαι τὰ τείχη φύλαξιν, Xen. Cyr. 5, 4, 39; Pol. 14, 2, 3 u. öfter, auch einmal im act., 14, 9, 9; Sp.; ὀχυρωτέος, Plut. Mar. 18.
Greek (Liddell-Scott)
ὀχῠρόω: καθιστῶ τι ἰσχυρόν, ἀσφαλές, ὀχυρώνω, τὴν πόλιν Πολύβ. 14. 9, 9˙ - τὸ μέσ. ἁπλῶς ὡς τὸ ἐνεργ., Ξεν. Κύρ. 5. 4, 39, Πολύβ. 1. 18, 3. - Παθ., τὰ πρόπυλα κλείθροις ὀχυροῦνται Πλάτ. Ἀξίοχ. 371Β˙ πρόθυρα ὠχύρωτο Ἀριστ. π. Κόσμ. 6, 9.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
pqp. Pass. ὠχυρώμην;
fortifier;
Moy. ὀχυρόομαι-οῦμαι m. sign.
Étymologie: ὀχυρός.
Greek Monotonic
ὀχῠρόω: μέλ. -ώσω, καθιστώ σταθερό και ασφαλές, ενισχύω, σε Πολύβ.· το Μέσ. ακριβώς όπως το Ενεργ., σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ὀχῠρόω: тж. med.
1) укреплять (τὰ πρόπυλα σιδηροῖς κλείθροις ὀχυροῦται Plat.; ὀ. τὴν πόλιν Polyb.; ὀ. τὰς πύλας Plut.);
2) воен. обеспечивать (τὰ τείχη φύλαξιν Xen.).